Ένα καλό κείμενο

6 Φεβρουαρίου, 2012

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ

    Του Σαράντου Καργάκου

Ιστορικού – Συγγραφέως

     Απέφευγα για λόγους προσωπικής ευαισθησίας (έχουμε κι εμείς βέβαια τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα μας!) ν’ αναφερθώ στο περιβόητο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Ήμουν εξήμισυ ετών όταν ανήμερα σχεδόν του Αγίου Νικολάου του 1943 οι Γερμανοί πηγαίνανε για σκοτωμό τ’ αδέρφια του πατέρα μου. Η μάνα μου λέει πως με κρατούσε από το χέρι. Πέρασε το αυτοκίνητο με τους μελλοθάνατους από μπροστά μας, ο μικρός θείος μου που ήταν δεν ήταν 30 ετών, σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτισε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.

    Και μετά το αυτοκίνητο χάθηκε σε κάποια στροφή. Τότε για πρώτη φορά άκουσα κι έμαθα τη λέξη εκτέλεση. Κι η λέξη έμεινε άσβηστη στη συνείδησή μου, γιατί έκτοτε είχαμε κι άλλες, κι άλλες πολλές ακόμη εκτελέσεις. Έφευγαν από κοντά μας αγαπημένα πρόσωπα κι ο κόσμος έλεγε: «Τα πήγαν για εκτέλεση»!

    Κάποτε τα δεινά έληξαν και στον τόπο εγκαθιδρύθηκε μια κουτσή και στραβή τάξη. Η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες ώρες αφόρητης φτώχειας. Η Κατοχή μάς είχε εξουθενώσει. Κάποιοι δικηγόροι ξεκίνησαν έναν αγώνα για αποζημιώσεις. Μάζευαν υπογραφές από συγγενείς θυμάτων. Υπόσχονταν -αν θυμάμαι καλά- δύο χιλιάδες το «κεφάλι». Πήγαν και στον πατέρα μου να υπογράψει, μα ο φτωχούλης αρνήθηκε με βδελυγμία. «Δεν κοστολογούνται τα κεφάλια των αδελφών μου», είπε. Κι ένιωσε πως ανταπέδιδε με τη φράση αυτή την καλύτερη τιμωρία στην επηρμένη μεταπολεμική Γερμανία, τη Γερμανία του οικονομικού θαύματος, που στηρίχθηκε στην ξένη εργασία και στην αφειδώς παρεχόμενη αμερικανική βοήθεια.

    Αν σ’ όλη αυτή τη μακρά διαδικασία με πληγώνει κάτι, είναι όχι αυτή καθαυτή η εκτέλεση, αλλά η «νομιμότητα» αυτής της εκτέλεσης. Οι γερμανικές αρχές είχαν διακηρύξει πως για κάθε σκοτωμένο Γερμανό θα εκτελούνταν 40 άμαχοι Έλληνες. Ας το σκεφθούμε αυτό: 40 Έλληνες έναντι ενός Γερμανού! Έτσι μας κοστολόγισαν κι έτσι μας κοστολογούν. Ένας Έλληνας είναι υποπολλαπλάσιο του Γερμανού. Αυτό εκφράζει όχι απλώς τη ναζιστική θηριωδία αλλά τη γενικώτερη ευρωπαϊκή νοοτροπία. Γιατί, όπως πολύ σοφά έλεγε ο Ντισραέλι, «μπορεί μια αποικία ν’  απέκτησε ανεξαρτησία, αλλά δεν παύει γι’  αυτό το λόγο να είναι αποικία».

Αν σήμερα οι Γερμανοί δυστροπούν να πληρώσουν την επιδικασθείσα από τα Δικαστήρια αποζημίωση στους μαρτυρικούς κατοίκους του Διστόμου (και όχι μόνον του Διστόμου), δεν το κάνουν μόνο από τσιγκουνιά, το κάνουν για να μας ταπεινώσουν ακόμη μια φορά. αρνούνται υπόσταση στα δικαστήριά μας. Ουσιαστικά δεν αναγνωρίζουν σε μας υπόσταση κράτους. Παραπέμπουν το ζήτημα στον Υπουργό. Αυτός είναι ένας περιδεής εκπρόσωπος της Νέας Τάξης που δεν λογοδοτεί στον ελληνικό λαό αλλά στα Διευθυντήρια των Νέων Καιρών.

    Αυτό που όμως με θλίβει δεν είναι η ψυχική κακομοιριά των κυβερνώντων, είναι το ηθικό κατάντημα κάποιων δημοσιογράφων. Άκουγα ένα μεσημέρι κάποιον ραδιοσχολιαστή που με άκρως περιφρονητική φωνή στιγμάτιζε τη συμπεριφορά των Διστομιτών, επειδή κατέφυγαν στα ασφαλιστικά μέτρα κατά των Γερμανών. Κι έλεγε: «Πού φθάσαμε…»! Έπρεπε να είχε ζήσει τη γερμανική φρίκη της Κατοχής, για να είχε δει το πού φθάνε το κτήνος όταν κυριεύει την ανθρώπινη ψυχή. Τι έκαναν οι κάτοικοι του Διστόμου από το να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη; Μήπως έπρεπε κι αυτοί – κι όχι μόνο αυτοί- να συμπεριφερθούν γερμανικά, δηλαδή να πιάσουν καμμιά πεντακοσαριά Γερμανούς τουρίστες και να τους κρατήσουν ομήρους ή να τους εκτελέσουν; Στα αντίποινα των Γερμανών εμείς δεν απαντήσαμε με αντίποινα. Οι Γερμανοί τιμωρήθηκαν ελάχιστα γι’  αυτά που διέπραξαν στον τόπο μας. Κάλυψαν ένα ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων που όφειλαν. Συνέχισαν τη ναζιστική πολιτική, όχι βέβαια στη γραμμή του Χίτλερ (δεν είναι ακόμη καιρός) αλλά στη γραμμή του Γκαίμπελς. Παραπλάνηση και εξαπάτηση. Και μετά αποθράσυνση. Θα ‘ρθει στιγμή που θα μας ζητήσουν αποζημίωση για τις σφαίρες που ξόδεψαν για να μας… σκοτώσουν.

    Μέρος Δεύτερο

    Το κείμενο που προηγήθηκε είχε γραφτεί προ πολλών ετών για να δημοσιευθεί στην εφημερίδα όπου αρθρογραφούσα επαγγελματικώς. Δεν δημοσιεύθηκε· και σε λίγες ημέρες «εκτελέστηκα» και δημοσιογραφικώς. Μου τράβηξαν το χαλί επιτηδείως κάτω από τα πόδια μου. Τώρα που ήλθαν οι δύσκολοι καιροί και η Γερμανία μάς φόρεσε καπίστρι, πολλοί σταθμοί και πάμπολλα έντυπα μού ζητούν να μιλήσω και να γράψω για τις περιβόητες αποζημιώσεις. Μου ζητήθηκε να μιλήσω και για τις εκτελέσεις. Κι αντιμετώπισα τις λοιδορίες δύο «καναλοκύνων». Αναφερόμουν στην εκτέλεση των συγγενών μου και στην υπέροχη στάση της γιαγιάς μου. Ήμουν μπροστά, όταν ο πατέρας τής ανακοίνωσε την εκτέλεση των δύο παιδιών της, των δύο αδελφών του. Η γιαγιά -βαθιά χριστιανική ψυχή- κατέβασε το μαύρο τσεμπέρι ως τα μάτια και πριν τυλίξει με αυτό το στόμα για να μη βγει κραυγή οδύνης, κατόρθωσε να μουρμουρίσει:

   – Ο θεός να τους συγχωρέσει για το κακό που μου έκαναν!…

    Κι έπειτα κλείστηκε στη βαθιά σιωπή της. Που και που ένα σιγαλό – σαν αγεράκι απαλό-  μοιρολόι.

    Πέρασαν κάποια χρόνια. Ήμουν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, την λεγόμενη τότε «Ογδόη». Ο πατέρας έφθασε ένα μεσημέρι ράκος στο σπίτι. Τον είχε επισκεφθεί στο κατάστημα του «Δραγώνα» (Αιόλου 89) ο άνθρωπος που είχε βάλει στη λίστα των μελλοθάνατων τα αδέρφια του. ήταν ετοιμοθάνατος· τον «κουράριζε» στον Άγιο Σάββα, εξάδελφός μου ογκολόγος. Του έμεναν λίγες ημέρες ζωής. Ζήτησε από τον εξάδελφό μου την άδεια να βγει για λίγες ώρες· έπρεπε κάποιον να δει. Και πήγε να βρει τον πατέρα μου. Δεν μπορούσε να ανέβει στον ημιώροφο. Τον ζήτησε και κατέβηκε ο πατέρας. Σαν τον είδε πάνιασε.

   – Ήλθα να πάρω τη συγγνώμη σου, του είπε ο άλλος. Σε λίγες μέρες πεθαίνω…

    Ο πατέρας, βαθιά συγκλονισμένος, μόλις κατόρθωσε να ψελλίσει μία φράση:

    – Να ‘σαι συγχωρεμένος…

    Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κλείστηκε στο γραφειάκι που ήταν το λογιστήριο. Δεν ήθελε να τον δει κανείς με δάκρυα στα μάτια. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος με υψηλή περηφάνεια. Μας τα είπε στο σπίτι με αναφιλητά. Ήταν η πρώτη φορά που μάλωσα με τον πατέρα μου. Με τη σκληρότητα της νεανικής ηλικίας πίστευα πως η συγγνώμη σ’  έναν εγκληματία συνιστά αδικία. Σήμερα το ίδιο θα έπραττα κι εγώ, Αυτό δεν σημαίνει πως έκοψα να είμαι Μανιάτης. Αλλά η πείρα μιας μακράς ζωής με εδίδαξε ότι η καλύτερη εκδίκηση είναι η συγγνώμη. Γι’  αυτό συγχωρώ και τον δημοσιογράφο – κάποτε φίλο-  και τα παρασαρκώματα που τον περιστοιχίζουν, που, χωρίς να φορούν την στολή της «Βέρμαχτ», συνεχίζουν με άλλα μέσα το έργο τους.

    Συγχωρώ ακόμη και τους Γερμανούς δημοσιογράφους, τραπεζίτες και πολιτικούς για όσα μας κάνουν. Κι όχι απλώς τους συγχωρώ, αλλά τους ευγνωμονώ. Από τη δική τους αγνώμονα στάση, θα ξεπηδήσει η δική μας ανάταση, η νέα εθνική μας επανάσταση. Όχι κατά των Γερμανών αλλά κατά των υπολειμμάτων του δωσιλογισμού που «κοπροκρατούν» (το ρήμα του Ελύτη) πολιτικά και οικονομικά τη δόλια πατρίδα μας.

    Υ.Γ. Το πρωτότυπο κείμενο είναι δημοσιευμένο σε πολυτονικό

    Πηγή: Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2012, Εκδόσεις Φιλιππότη

Κυκλοφόρησε μέσω mail (μας το έστειλε η Λιάνα) , το συναντήσαμε σε διάφορα site και το δημοσιεύουμε:

«ΣΒΗΝΟΥΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΦΩΤΑ !!!! – ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ !!!!
Πότε : Τετάρτη, 1 Φεβρουάριος 2012
Ώρα: από τις 8:00 μ.μ. μέχρι τις 8:30 μ.μ.

Τοποθεσία :  ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΕΗ

ΟΧΙ ΣΤΑ ΧΑΡΑΤΣΙΑ

ΑΝΤΙΔΡΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΟ ΑΓΑΘΟ ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΜΑΣ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΡΕΥΜΑ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΑΣ.

ΣΤΙΣ 8 ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΘΑ ΣΤΕΙΛΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΜΗΝΥΜΑ.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ.

Το «απαγόν» ή σβήσιμο είναι άλλη μία μοναδική μορφή διαμαρτυρίας που χρησιμοποίησαν τον Σεπτέμβριο του 2002 οι αργεντινοί καταναλωτές για να ακυρώσουν τις αυξήσεις στο ρεύμα και σε άλλα κοινωνικά αγαθά κοινής ωφέλειας.

Έσβησαν ταυτόχρονα τα φώτα για ένα τέταρτο σε όλη τη χώρα! Τη βύθισαν στο σκοτάδι και ανάγκασαν κυβέρνηση και εταιρείες σε άτακτη υποχώρηση»

Καλή μας Χρονιά κορίτσια!

Νάρθουν καλύτερες μέρες και ν’ ανταμώνουμε!

Δημοσιεύτηκε στο blog  ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ :

Καλοτάξιδο…

Να ξεπεράσουμε τις θύελλες…


Γιάννης Σταύρου, Καλοτάξιδο, λάδι σε καμβά

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ο Έρωτας στα Χιόνια

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.

Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποῦ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας τοῦ χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

– Σεβτᾶς εἶν᾿ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβᾶς…- ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποῦ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».

Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.

Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατοῦκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ᾿ ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφός με καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλη κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.

Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.

Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μία φορὰ κ᾿ ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:

Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.

Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπάρμπα-Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοῦ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ᾿ ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.

Καὶ εἶχεν πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογοῦ. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπάρμπα-Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.

Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήση αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογοῦ, διὰ νὰ ξεχάση τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκα του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.

Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν᾿ ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσαν τῆς ν᾿ ἀλέθῃ, κ᾿ ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποῦ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποιητικὰς εἰκόνας.

– Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γέρο-Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο-Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν, εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν᾿ ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν᾿ ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινα χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς ἀγριελαίας εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Βαραντᾶ, ἐξέλιπον τὰ μύρτα ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ αἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο-Φερετζέλη.

Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ᾿ ἐμορμύριζεν:

– Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ᾿ ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ.

Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:

– K᾿ ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.

Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῆ, νὰ μὴν ὑποψάλη τὸ σύνηθες ᾆσμα του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον.

– Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν᾿ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.

Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν᾿ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. N᾿ ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοῦ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψη, νὰ τὰ ἀσπρίση, νὰ τὰ ἁγνίση!

Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.

Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ᾿ ἀνέπνεε πλέον.

Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.

Ηὖρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:

– Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…

Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.

Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.

– Ποιὸς εἶναι;

Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώση πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν᾿ ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;

Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.

– Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.

Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!

Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ᾿ εἰς τὸ πνεῦμα του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:

«Γειτόνισσα πολυλογοῦ, μακρύ-στενὸ σοκάκι!…»

Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.

– Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.

Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.

Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.

«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»

Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.

Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. K᾿ ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δυὸ πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.

Καὶ ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾿ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.


Νέοι σελιδοδείκτες του Γιάννη Στάυρου στο βιβλιοπωλείο Πολιτεία

Μόλις κυκλοφόρησαν 60 νέοι σελιδοδείκτες από έργα του ζωγράφου Γιάννη Σταύρου στο βιβλιοπωλείο Πολιτεία (Ασκληπιού 1, Αθήνα), εγκαινιάζοντας την παρουσία της Πολιτείας στο διαδίκτυο…

Η ιστοσελίδα politeianet.gr είναι γεγονός!
(πατήστε κλικ στην υπογράμμιση)

«… το οποίο σημαίνει ότι … είναι το βιβλιοπωλείο Πολιτεία στην οθόνη του υπολογιστή σας! Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε μία ιστοσελίδα όπου – όπως και στα βιβλιοπωλεία μας – να κυριαρχεί η δυνατότητα να βρίσκουν οι αναγνώστες τα βιβλία που πραγματικά τους ενδιαφέρουν να αποκτήσουν. Έτσι, δώσαμε ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή των βιβλίων που αποτελούν προτάσεις των συντελεστών του βιβλιοπωλείου Πολιτεία, στην ενημέρωση για τις νέες κυκλοφορίες (τόσο γενικότερα όσο και ανά θεματική ενότητα ή σε αναζήτηση), την προβολή των διαχρονικών βιβλίων σε εξαιρετικές τιμές, την προβολή των βιβλίων που οι ίδιοι οι πελάτες μας κρίνουν σαν τα πιο αξιόλογα (φέρνοντας τα στις πρώτες θέσεις πωλήσεων, σχολιάζοντας τα, επιλέγοντας τα στα αγαπημένα τους). Τέλος, και όχι το λιγότερο σημαντικό, μία βάση δεδομένων και μία προσαρμοσμένη μηχανή αναζήτησης, που να επιτρέπει όχι μόνο γενικά πλούσιες επιλογές σε αυτό που ψάχνετε, αλλά και ειδικότερα πλούσιες επιλογές σε βιβλία με εξαιρετικές τιμές…» Περισσότερα

Το ΔΝΤ, διαβόητο για τις πολιτικές λεηλασίας του στον τρίτο κόσμο, τα μάζεψε και έφυγε από τη Λατινική Αμερική.  Τώρα κατασπαράσσει τα άκρα της Ευρώπης.  Θα το αφήσουμε αυτό να συμβεί;

Η Λόλα μας έστειλε την παρακάτω ανταπόκριση – αξίζει…

Εφημερίδα Dagens Nyheter
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΣΟΥΗΔΙΑ

Κάισα Έκις Έκμαν

Η Ελλάδα βυθίζεται όλο και περισσότερο στην οικονομική κρίση. Η Κάισα Έκις Έκμαν επισκέφτηκε μια παρεξηγημένη χώρα με ένα διερρηγμένο κοινωνικό συμβόλαιο, όπου όλοι συμφωνούν μεταξύ τους.
Πώς θα νιώθαμε αν όλα όσα μας ανήκαν πουλιόνταν για να ξεπληρώσουμε δάνεια από τα οποία δεν είδαμε ποτέ όφελος; Αν οι μισθοί μας μειώνονταν στο μισό και τα λεφτά πήγαιναν κατευθείαν σε ξένες τράπεζες;
Και αν εμείς, ενώ προετοιμαζόμασταν να ζήσουμε στο οριο διαβίωσης, ως επιστέγασμα όλων αποκαλούμασταν τεμπέληδες και κακομαθημένοι;  Αν κάποιος εξοικειωθεί με αυτή την κατάσταση, μπορεί να αποκτήσει μια ιδέα πώς είναι να είσαι Έλληνας αυτή τη στιγμή.
Έχω μόλις επιστρέψει από την Ελλάδα. Σε μία χώρα που βρίσκεται σε κρίση επικρατεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.  Μια καχεξία και απελπισία, αναμεμιγμένη με την πολιτική αφύπνιση που ακολουθεί μεγάλα γεγονότα και προκαλεί ευφορία.  Ξαφνικά, οι χαμηλοί μισθοί και η δυσκολία πληρωμής των λογαριασμών, από ατομικό πρόβλημα του καθενός, απέκτησαν κοινό πολιτικό περιεχόμενο.  Ορισμένοι σκέφτονται να μεταναστεύσουν.  Άλλοι να ρίξουν την κυβέρνηση.
Μια αναγκαία αντιασφυξιογόνα μάσκα κρέμεται σε πολλά σπίτια, ως ανάμνηση των διαδηλώσεων των 28 και 29 Ιούνη, οπότε το κοινοβούλιο υπερψήφισε το πακέτο στήριξης προς την Ελλάδα. Δ εν νομίζω ότι έχω βρεθεί παλιότερα σε χώρα όπου όλοι μα όλοι που συνάντησα να συμφωνούν.  Είναι όλοι αγανακτισμένοι με το ευρώ, με τη Γερμανία, με την κυβέρνησή τους και με τους εαυτούς τους που την ψήφισαν.  Ύστερα από μια βδομάδα στην Αθήνα, μπορώ να πω ότι αν ήμουν Ελληνίδα, θα ήμουν κι εγώ αγανακτισμένη.
Αυτά που μαθαίνουμε για την Ελλάδα από τις σουηδικές εφημερίδες είναι πάνω κάτω ότι οι Έλληνες δουλεύουν πολύ λίγο και αμείβονται πολύ καλά. Ο υπουργός Οικονομικών της χώρας μας, Άντρες Μπόρι, έχει δηλώσει ότι «οι Έλληνες βγαίνουν στη Σύνταξη στα 40». Στο άρθρο «Ερωτήσεις και Απαντήσεις για την Ελλάδα» της 17/6 στην Dagens Nyheter γραφόταν ότι οι μισθοί στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα».  Η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ έκανε έκκληση στους Έλληνες να δουλεύουν περισσότερο και να μην κάνουν τόσο πολύ καιρό διακοπές.  Όλα αυτά καρυκευμένα με τη συνηθισμένη μπούρδα περί ενός τεράστιου και μη αποτελεσματικού κράτους.  Τώρα θα αναλάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση και θα τους δανείσει ακόμα περισσότερα χρήματα, αυτό θα μπορούσε να βάλει σε μια τάξη τα πράγματα, άρα γιατί διαμαρτύρονται;
Τι τραγικός αχταρμάς παραπληροφόρησης!  Και τι τραγική έλλειψη αλληλεγγύης προς μία χώρα που οφείλουμε τώρα να υποστηρίξουμε!  Οι Έλληνες εργάζονται τις περισσότερες ώρες στην Ευρώπη – 42 ώρες τη βδομάδα σύμφωνα με τη Eurostat, την στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 803 ευρώ. Το πραγματικό όριο ηλικίας δεν είναι τα 40 χρόνια, όπως ισχυρίζεται ο Άντερς Μπόρι, αλλά τα 61,4.
Πρόκειται δηλαδή για έναν από τους πιο σκληρά εργαζόμενους και ταυτόχρονα πιο χαμηλά αμειβόμενους λαούς της Ευρώπης.  Όμως έχουν μια χώρα που εξαρτάται από τον τουρισμό και όχι από κάποια αμιγώς δικιά της μεγάλη παραγωγή. Και μια χώρα με ένα διερρηγμένο κοινωνικό συμβόλαιο. Όπου ο κόσμος δεν εμπιστεύεται το κράτος ενώ το κράτος δεν παρέχει στους πολίτες του ούτε τις βασικές κοινωνικές υπηρεσίες.  Και το οποίο, ως επιστέγασμα όλων, βρίσκεται στη θηλιά του ευρώ.
Κάθε εθνικό νόμισμα μπορεί να παρομοιαστεί με ενα ρούχο.  Κάθε χώρα φορούσε μέχρι πρότινος το ρούχο που της ταίριαζε.  Μπορούσε να το στενέψει και να το φαρδύνει αν ήταν ανάγκη.  Για παράδειγμα, μπορούσε να υποτιμήσει το νόμισμά της σε περίοδο κρίσης, ή να αυξομειώνει τα επιτόκια ανάλογα με τι ανάγκες της.  Όταν όμως εισήχθη το ευρώ, όλες οι χώρες επρεπε ξαφνικά να φορέσουν τα ίδια ρούχα.  Μόνο που τα μέτρα των ρούχων πάρθηκαν για να ταιριάζουν σε ορισμένες μόνο χώρες – όπως τη Γερμανία και τη Γαλλία.  Για άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα, το εν λόγω κουστούμι δεν ταίριαζε.
Η Ελλάδα κυβερνάται για δεκαετίες από δύο «δυναστείες» – τη συντηρητική Νέα Δημοκρατία και το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ, με δύο οικογένειες στην κορυφή, μία στο κάθε κόμμα.  Και οι δύο κυβερνήσεις έχουν πάρει μεγάλα δάνεια, αλλά λίγοι ξέρουν τι δρόμο πήραν τα χρήματα των δανείων.  Πολλά από αυτά έχουν εξαφανιστεί στη διαφθορά και σε σκοτεινά συμβόλαια. Λέγεται ότι η κατασκευή ενός δρόμου στην Ελλάδα κοστίζει πολύ περισσότερο απ’ ότι στις
υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς παρεμβάλλονται πάρα πολλοί μεσάζοντες. Ο λαός δεν θέλει να πληρώνει φόρους μιας και δεν παίρνει τίποτα ως ανταπόδοση από το κράτος.  Ένα μεγάλο μέρος των φορολογικών εσόδων πηγαίνει στη στήριξη μιας κρατικής γραφειοκρατίας που υπάρχει για να εξυπηρετεί μόνο τον εαυτό της.  Ταυτόχρονα οι βασικές κοινωνικές υπηρεσίες αποτελούν πονεμένη ιστορία για τον κόσμο.  Ένας ασθενής πρέπει να
πληρώσει φακελάκι στο γιατρό για να τον φροντίσει, ενώ οι Έλληνες μαθητές χρειάζονται ιδιαίτερα μαθήματα για να ανταποκριθούν στις σχολικές εξετάσεις.  Και μέσα σ’ όλα αυτά, ήρθε η οικονομική κρίση το 2008.  Η Ελλάδα, η οικονομία της οποίας εξαρτάται από τον τουρισμό, επλήγη ακόμα πιο σκληρά.
Υπό άλλες συνθήκες, η κυβέρνηση θα μπορούσε να υποτιμήσει το εθνικό νόμισμα για βγει η χώρα από την κρίση.  Όμως μετά την εισαγωγή του ευρώ, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.  Η Ελλάδα περιορίζεται από το κουστούμι της το οποίο δεν μπορεί να βγάλει.  Κι έτσι το κουστούμι καταστρέφεται – μόνο που αυτό δεν επιτρέπεται να συμβεί, καθώς το ίδιο φοράνε και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Είναι προτιμότερο λοιπόν να πετσοκοφτεί αυτός που το φοράει.
Αυτό ονομάζεται «εσωτερική υποτίμηση» και σημαίνει απλά ότι αντί να υποτιμηθεί η αξία του νομίσματος περικόπτεται το εισόδημα του λαού.  Κατ’ απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι Έλληνες κρατικοί γραφειοκράτες εβαλαν σε εφαρμογή ένα σχέδιο.  Οι μισθοί θα συμπιεστούν και μεγάλα τμήματα γης θα ιδιωτικοποιηθούν.  Παραλίες, αεροδρόμια, εθνικές οδοί και κατά το ήμισυ όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις θα ξεπουληθούν.
Στην πλατεία Συντάγματος κυκλοφορεί μια φήμη ότι η Ακρόπολη θα εξαγοραστεί από μια γερμανική εταιρεία.  Έμενα στο σπίτι κάποιων νέων που ανήκουν στη «γενιά των 700 ευρώ». Σύντομα θα μεταμορφωθούν στη «γενιά των 500 ευρώ».  Είναι στην ηλικία μου – 30 Χρονών και πάνω – όχι τόσο νέοι τελικά, όμως νιώθουν πιο νέοι απ’ ότι είναι καθώς ακόμα αναρωτιούνται τι θα κάνουν στο μέλλον.  Κανείς τους δεν έχει παιδιά.  Το να κάνουν παιδιά είναι κάτι αδιανόητο γι’ αυτούς.  Είναι μορφωμένοι, έχουν πολλά χρόνια πανεπιστημιακών σπουδών στο ενεργητικό τους, όμως  δουλεύουν ευκαιριακά ως διακοσμητές γάμων.  Ο ασφαλέστερος τρόπος να βρουν μια σταθερή δουλειά ήταν παλιότερα δια μέσου του κράτους, όμως αυτό πρόκειται τώρα να αλλάξει.  Η κατάσταση αυτή δεν είναι εντελώς άγνωστη.  Το ίδιο ισχύει για τη γενιά μας σε όλη την Ευρώπη.  Μόνο που στην Ελλάδα συμπιέζονται επιπλέον οι μισθοί μέχρι το κατώτερο όριο, με πρόσχημα την κρίση.
Στην πλατεία Συντάγματος διοργανώνεται κάθε απόγευμα συνέλευση.  Όταν βρέθηκα εκεί στα μέσα του Ιούλη, ο αρχικός ενθουσιασμός είχε κάπως υποχωρήσει.  Οι συμμετέχοντες δεν ήταν πια χιλιάδες, παρά εκατοντάδες.  Ο καθένας μπορούσε να πάρει το λόγο και να μιλήσει ενώ τα θέματα ήταν διάφορα: από προτάσεις για γενική απεργία μέχρι εκκλήσεις να μην κλέβονται αντικείμενα από τους συγκεντρωμένους στην πλατεία.  Ορισμένες ελληνικές λέξεις στριφογυρίζουν επίμονα στο μυαλό μου.  Μία από αυτές είναι ο «Ισημερινός», που σημαίνει Εκουαδόρ.  Ο πρόεδρος του Εκουαδόρ, Ραφαέλ Κορέα, ήταν ένας μεγάλος ήρωας για την πλατεία.  Τρεις στους τέσσερις Έλληνες επιθυμούν η Ελλάδα να ακολουθήσει το παράδειγμα του Εκουαδόρ και της Αργεντινής: να κηρύξει στάση πληρωμών του χρέους.  Ένας στους τέσσερις θέλει να φύγει η χώρα από το ευρώ.  Αυτό που πρέπει να καταλάβει κανείς είναι ότι οι Έλληνες δεν είναι εξοργισμένοι με ένα αναγκαίο κακό – παρά με ένα μη αναγκαίο κακό.
Το πακέτο στήριξης που δόθηκε στην Ελλάδα δεν επιλύει την κρίση, παρά αναγκάζει τη χώρα να βυθιστεί βαθύτερα σ’ αυτήν.  Αντί να γίνουν επενδύσεις στην ύπαιθρο, να φτιαχτεί κάποια παραγωγή που να μην βασίζεται στον τουρισμό, να χτιστεί κράτος πρόνοιας και να γεμίσει ο λαός αισιοδοξία, περικόπτονται τα εισοδήματα του κόσμου.
Το ΔΝΤ, διαβόητο για τις πολιτικές λεηλασίας του στον τρίτο κόσμο, τα μάζεψε και έφυγε από τη Λατινική Αμερική.  Τώρα κατασπαράσσει τα άκρα της Ευρώπης.  Θα το αφήσουμε αυτό να συμβεί;