Νέοι σελιδοδείκτες από έργα του Γιάννη Σταύρου
Μόλις κυκλοφόρησαν 50 νέοι σελιδοδείκτες από έργα του ζωγράφου Γιάννη Σταύρου στο βιβλιοπωλείο Πολιτεία, Ασκληπιού 1, Αθήνα…
Κοινωνική & οικονομική κρίση – Καιρός για διάβασμα
Το βιβλιοπωλείο Πολιτεία στο διαδίκτυο
Το Βιβλιοπωλείο Πολιτεία στο διαδίκτυο

Κυκλοφόρησε μέσω mail (μας το έστειλε η Λιάνα) , το συναντήσαμε σε διάφορα site και το δημοσιεύουμε:

«ΣΒΗΝΟΥΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΦΩΤΑ !!!! – ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ !!!!
Πότε : Τετάρτη, 1 Φεβρουάριος 2012
Ώρα: από τις 8:00 μ.μ. μέχρι τις 8:30 μ.μ.

Τοποθεσία :  ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΕΗ

ΟΧΙ ΣΤΑ ΧΑΡΑΤΣΙΑ

ΑΝΤΙΔΡΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΟ ΑΓΑΘΟ ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΜΑΣ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΡΕΥΜΑ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΑΣ.

ΣΤΙΣ 8 ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΘΑ ΣΤΕΙΛΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΜΗΝΥΜΑ.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ.

Το «απαγόν» ή σβήσιμο είναι άλλη μία μοναδική μορφή διαμαρτυρίας που χρησιμοποίησαν τον Σεπτέμβριο του 2002 οι αργεντινοί καταναλωτές για να ακυρώσουν τις αυξήσεις στο ρεύμα και σε άλλα κοινωνικά αγαθά κοινής ωφέλειας.

Έσβησαν ταυτόχρονα τα φώτα για ένα τέταρτο σε όλη τη χώρα! Τη βύθισαν στο σκοτάδι και ανάγκασαν κυβέρνηση και εταιρείες σε άτακτη υποχώρηση»

Καλή μας Χρονιά κορίτσια!

Νάρθουν καλύτερες μέρες και ν’ ανταμώνουμε!

Δημοσιεύτηκε στο blog  ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ :

Καλοτάξιδο…

Να ξεπεράσουμε τις θύελλες…


Γιάννης Σταύρου, Καλοτάξιδο, λάδι σε καμβά

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ο Έρωτας στα Χιόνια

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.

Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποῦ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας τοῦ χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

– Σεβτᾶς εἶν᾿ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβᾶς…- ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποῦ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».

Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.

Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατοῦκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ᾿ ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφός με καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλη κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.

Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.

Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μία φορὰ κ᾿ ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:

Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.

Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπάρμπα-Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοῦ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ᾿ ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.

Καὶ εἶχεν πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογοῦ. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπάρμπα-Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.

Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήση αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογοῦ, διὰ νὰ ξεχάση τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκα του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.

Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν᾿ ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσαν τῆς ν᾿ ἀλέθῃ, κ᾿ ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποῦ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποιητικὰς εἰκόνας.

– Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γέρο-Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο-Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν, εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν᾿ ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν᾿ ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινα χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς ἀγριελαίας εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Βαραντᾶ, ἐξέλιπον τὰ μύρτα ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ αἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο-Φερετζέλη.

Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ᾿ ἐμορμύριζεν:

– Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ᾿ ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ.

Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:

– K᾿ ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.

Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῆ, νὰ μὴν ὑποψάλη τὸ σύνηθες ᾆσμα του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον.

– Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν᾿ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.

Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν᾿ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. N᾿ ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοῦ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψη, νὰ τὰ ἀσπρίση, νὰ τὰ ἁγνίση!

Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.

Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ᾿ ἀνέπνεε πλέον.

Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.

Ηὖρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:

– Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…

Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.

Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.

– Ποιὸς εἶναι;

Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώση πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν᾿ ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;

Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.

– Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.

Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!

Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ᾿ εἰς τὸ πνεῦμα του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:

«Γειτόνισσα πολυλογοῦ, μακρύ-στενὸ σοκάκι!…»

Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.

– Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.

Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.

Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.

«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»

Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.

Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. K᾿ ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δυὸ πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.

Καὶ ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾿ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.

Μας το έστειλε η Λιάνα…

Αποδεδειγμένα, σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός, προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες.

«Οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού…»

Friedrich Wilhelm Nietzsche (1844-1900)

Η προσπάθεια αυτή, είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν (οι δυτικοευρωπαίοι) δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή, στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνόταν, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.

Έτσι ξανά και ξανά, μια οργή ποτισμένη με μίσος, ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά (για κάθε εποχή), ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του.

Μα ποιοι, επιτέλους, είναι αυτοί των οποίων η ιστορική αίγλη υπήρξε τόσο εφήμερη, οι θεσμοί τους τόσο περιορισμένοι, τα ήθη τους αμφίβολα έως απαράδεκτα, και οι οποίοι απαιτούν μια εξαίρετη θέση ανάμεσα στα έθνη, μια θέση πάνω από το πλήθος.

Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους, δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα, να απαλλαγούμε απ’ αυτούς.

Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους, έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή, να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.

Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες.

Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι, οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα, όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών, είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους (Έλληνες), οι οποίοι τελικά αθλούνται, οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα»!!!

Friedrich Wilhelm Nietzsche

Έχει έλθει η στιγμή να απαλλαγούμε οριστικά από αυτή την καταστροφικά διχασμένη ομάδα πολιτικών που μας έχει βυθίσει σε κάτι χειρότερο από τα… «σ…ά» του Στρος-Καν: στην εθνική και τη διεθνή ταπείνωση, τη συρρίκνωση και την εκμηδένιση!

Άρθρο – Παρέμβαση του Βασίλειου Μαρκεζίνη

Μας το έστειλε η Λιάνα…

Νικόλαος Γύζης, Κρυφό σχολείο

Όταν, πριν από έναν και πλέον χρόνο, στην ΕΤ1, εκφράζαμε ανησυχίες και προειδοποιήσεις για το Καστελόριζο, κανείς δεν έδωσε σημασία.
Όταν, τον περασμένο Οκτώβριο, στην ΕΤ3, προειδοποιούσαμε για τις τουρκικές αξιώσεις να αποκλειστεί το Καστελόριζο από τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για το Αιγαίο, οι περισσότεροι, και πάλι, μας αγνόησαν.

Λίγο πρωτύτερα, τον ίδιο μήνα, ενώπιον ενός κοινού 2.500 ατόμων στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», διατυπώσαμε σοβαρές προειδοποιήσεις για τους κινδύνους που υποβόσκουν στη Θράκη. Αυτή τη φορά, οι προειδοποιήσεις μας εισακούστηκαν και αναπαρήχθησαν από πολυάριθμα ιστολόγια.
Σε ομιλία στην Κρήτη, αλλά και από τις σελίδες της Ναυτεμπορικής, προειδοποιήσαμε επίσης για την επιδεινούμενη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, η οποία, όπως είπαμε –σε μια εποχή όπου η κυβέρνηση προέβλεπε επάνοδο της χώρας μας στις αγορές εντός του 2011 και διατεινόταν ότι είχε υλοποιήσει «κατά 100%» τα όσα είχε αναλάβει να κάνει–, «δεν έχει πιάσει ακόμη πάτο». Προς επίρρωση, μάλιστα, των κυβερνητικών ισχυρισμών, επακολούθησε η δημοσίευση μακράς σειράς δηλώσεων από τους Ευρωπαίους εταίρους, οι οποίοι επαινούσαν τις προσπάθειές της Ελλάδας.
Μετά από έξι μήνες ερωτώ ποιος είχε δίκιο;
Όταν επισημάναμε, τόσο σε ομιλία στη Θεσσαλονίκη όσο και σε ανοιχτή επιστολή προς τον Τύπο, τους κινδύνους που ενέχει η μη διακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ, ως αναγνωρισμένου δικαιώματός μας, οι απόψεις μας έγιναν αντικείμενο μιας πρωτοφανούς εκστρατείας δυσφήμησης από την πλευρά της ομάδας κρατικοδίαιτων πανεπιστημιακών που στηρίζει το υπουργείο Εξωτερικών.
Παρ’ όλα αυτά, τη σταυροφορία μας ήλθαν να την ενισχύσουν οι επιστολές που συνεχίζουμε να λαμβάνουμε καθημερινά από εκατοντάδες συμπατριώτες μας.
Σήμερα, η άκαιρη, ανοργάνωτη και καταφανώς ζημιογόνα επίσκεψη του κ. Νταβούτογλου στην Αθήνα και τη Θράκη έρχεται απλώς να επιβεβαιώσει τους χειρότερους φόβους μας.
Ποτέ δεν σταματήσαμε να εκθειάζουμε την επιστημονική εμβρίθεια του κ. Νταβούτογλου, επισύροντας μάλιστα αρκετές επικρίσεις γι’ αυτή τη στάση μας. Εξάλλου, ούτε προτιθέμεθα να βάλλουμε εναντίον του ούτε και να απομακρυνθούμε –έστω και κατ’ ελάχιστον– από τη μακρόχρονη πεποίθησή μας, ότι η χώρα μας πρέπει να αναπτύξει και να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με την Τουρκία. Ερχόμενος στην Ελλάδα, ο κ. Νταβούτογλου έκανε πράγματι το καθήκον του∙ πλην όμως κατά τον πλέον άκομψο δείχνοντας του είδους την αυτοπεποίθηση που αισθάνεται όποιος μιλάει σε κατώτερο!
Από την άλλη πλευρά:
Κατηγορούμε τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών και τους συμβούλους του για την άκαιρη πραγματοποίηση αυτής της επίσκεψης.
Κατηγορούμε τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, διότι δεν απάντησε, ως όφειλε, στην προκλητική επιχειρηματολογία του κ. Νταβούτογλου ή την έντεχνα επιδειχθείσα υπεροψία που επέδειξε ο Τούρκος υπουργός δημοσίως (αλλά και στο ιδιωτικό του σεμινάριο με τους φίλους του πανεπιστημιακούς), όλα αυτά καθ’ ον χρόνο βρισκόταν σε ελληνικό έδαφος.
Υπενθυμίζουμε, λοιπόν, στους συμπατριώτες μας ότι η επίσκεψη Νταβούτογλου απέδειξε περίτρανα όλα όσα έχουμε πει για τις πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας και την απολύτως ανεξήγητη ελληνική αδράνεια, την οποία η κυβέρνησή μας επιμένει να περιβάλλει με το μανδύα της αναγκαίας διπλωματικής μυστικότητας.
Αναφορικά με την πρόσφατη συνέντευξη του κ. Ντομινίκ Στρος-Καν, τονίζουμε ότι και αυτή επιβεβαιώνει την άποψή μας ότι οι υποτιθέμενοι «φίλοι» μας στο εξωτερικό έχουν αρχίσει να απαυδούν με εμάς, τους Έλληνες, να μας θεωρούν ανειλικρινείς και ανίκανους, ενώ είναι επίσης προφανές πως δεν θα διστάσουν να μας «αδειάσουν» αμέσως μόλις διασφαλίσουν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, για τα οποία και μόνον ενδιαφέρονται.Οι ανωτέρω σκέψεις ουδόλως αλλάζουν εξαιτίας της οργανωμένης θριαμβολογίας μετά τις Βρυξέλλες, μερικές ημέρες μετά την εξίσου ενορχηστρωμένη απαισιοδοξία της προηγούμενης εβδομάδας.
Ο κυνισμός μας δικαιολογείται από τα ακόλουθα γεγονότα: α) Κατά το παρελθόν, πολυάριθμες κυβερνητικές δηλώσεις ή προβλέψεις αποδείχθηκαν εσφαλμένες ή αναληθείς· γιατί τώρα πρέπει να τους πιστέψουμε; β) Δύο από τα αναγγελθέντα μέτρα αναμένονταν, ενώ το τρίτο παραμένει αδιευκρίνιστο. γ) Παραμένουν ως υποχρεώσεις οι προγραμματισμένες ιδιωτικοποιήσεις και εκποιήσεις δημόσιας περιουσίας (με την κωμική προσθήκη ότι αποφασίζονται από εμάς και δεν επιβάλλονται από τους «φίλους» μας). δ) Ουδείς λόγος γίνεται για τα βαρύτατα μέτρα που θα ακολουθήσουν, είτε αυτά ονομαστούν «νέα» είτε θεωρηθούν ως «ήδη επιβληθέντα» αλλά μη εφαρμοσθέντα.
Θα τα αντέξει όλα αυτά το (παλιό ή και νέο) ΠΑΣΟΚ; Θα τα δεχθεί ο κόσμος χωρίς να βγει στους δρόμους; Παρά την τελειοποιημένη επικοινωνιακή του πολιτική, θα βελτιωθούν άραγε οι προοπτικές του κυβερνώντος κόμματος, έστω και με τον αναμενόμενο κυβερνητικό ανασχηματισμό, που μπορεί να μετατρέψει συμβούλους σε υπουργούς ή να περιθωριοποιήσει άλλους;
Ο χρόνος μόνο θα δείξει πόσο θα διαρκέσουν η τεχνητή ευφορία και ο αντίκτυπος των δημοσιευμένων φιλοφρονήσεων (σε αντίθεση με την εν κρυπτώ εκφραζόμενη κακογλωσσιά, στην οποία επιδίδονται και οι δύο πλευρές).
Δεν μπορούμε, λοιπόν, παρά να κλείσουμε τις παρατηρήσεις μας επαναλαμβάνοντας τις προβλέψεις μας: η συλλογική έλλειψη συνεννόησης και η αποδιοργάνωση της κυβέρνησης και το μη λειτουργούν κράτος μάς οδηγούν ταχύτατα σε ακόμη μεγαλύτερες οικονομικές καταστροφές, καθώς και στον εντεινόμενο κίνδυνο η εντεινόμενη οικονομική κακουχία να μεταλλαχθεί σε σοβαρή κοινωνική αναταραχή, την οποία κανένας πολίτης, έστω και ελάχιστα νοήμων, επιθυμεί, αλλά και την οποία όλοι οι διορατικοί Έλληνες βλέπουν αναπόφευκτα να πλησιάζει. Ας το πάρουμε, λοιπόν, απόφαση:
Οι θεοί της Ελλάδας μάς έχουν εγκαταλείψει.
Για να κατευναστούν, θα χρειαστούν «ανθρωποθυσίες».
Και το καταλληλότερο σημείο για να ξεκινήσουμε είναι το υπουργείο Εξωτερικών – απομακρύνοντας πάραυτα τον προϊστάμενό του, προτού αυτός, μαζί με τους πανεπιστημιακούς παρατρεχάμενούς του, μπορέσουν να μας βυθίσουν ακόμη περισσότερο στην καταστροφή, καθώς θα αναπτύσσουν το από καιρό διακηρυσσόμενο «νέο δόγμα» τους περί ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Έλεος!
Χωρίς απώτερες επιδιώξεις, χωρίς βλέψεις αλλά και χωρίς καμία διάθεση συγκατάβασης, ελπίζουμε ειλικρινά ότι οι απλοί Έλληνες πολίτες –περιλαμβανομένων των εκφοβισμένων αλλά και αδρανών μεσαίων τάξεων– θα αφυπνιστούν επιτέλους και θα ανταποκριθούν στις επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις μας, ώστε να ανακοπεί η πτώση που πλήττει όλες τις όψεις του δημόσιου βίου μας.
Έχει έλθει η στιγμή να απαλλαγούμε οριστικά από αυτή την καταστροφικά διχασμένη ομάδα πολιτικών που μας έχει βυθίσει σε κάτι χειρότερο από τα… «σ…ά» του Στρος-Καν: στην εθνική και τη διεθνή ταπείνωση, τη συρρίκνωση και την εκμηδένιση!

Πηγή : http://www.epikaira.gr/