Γιάννης Σταύρου, Στο δάσος με τις κουτσουπιέςς, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Ένα κείμενο του Κύπριου μουσικού Αλκίνοου Ιωαννίδη…
Ημερομηνία: 24/03/2013
Του Αλκίνοου Ιωαννίδη
Δεν θα πω για τους άλλους. Λίγο με ενδιαφέρει η ποιότητα και η στάση τους σε τέτοιες στιγμές. Ούτε και περίμενα καλύτερη αντιμετώπιση. Όσο και να τους βρίσω, χαϊδεύω τα αυτιά μας και τίποτα δεν αλλάζει. Θα πω για εμάς, και συγχωρήστε με:
Έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια. Η μέρα που το αληθινό μας πρόσωπο φανερώνεται, θέλουμε-δεν θέλουμε, αφτιασίδωτο και τρομακτικά αληθινό. Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Πρέπει να το ρωτήσουμε, να μας πει ποιοι είμαστε. Γιατί μόνο αυτό γνωρίζει.
Γυρνάμε απότομα, για να αντικρίσουμε μια τρύπα στον καθρέφτη. Πού απουσιάζει το πρόσωπό μας; Το ξεχάσαμε σε μικρά, ταπεινά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, στη σκόνη χαμηλών, πλύνθινων ερειπίων, στους τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων. Εκεί αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων κι ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα. Έκτοτε, προχωρήσαμε στον «σύγχρονο κόσμο» απρόσωποι, γυμνοί, παλεύοντας να κρατήσουμε το νήμα της ύπαρξής μας άκοπο, μέσα σε εποχές δύσκολες, μέσα σε ένα τοπίο που δεν μας μοιάζει.
Γίναμε αρχοντοχωριάτες, επενδύοντας στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης. «Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων, με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή. «Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας». Ούτε αινίγματα, ούτε τίποτε. Όλα απαντημένα, όλα πεζά. Μεγάλα και άδεια. Απομείναμε αναίσθητοι μπροστά στο ιερό, ζώντας ένα γυαλιστερό, αντιαισθητικό, άχαρο, ανέραστο, ανίερο, ξοδεμένο παρόν. Χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρο, διαζευγμένοι από το είναι μας.
Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε. Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα. Μιλούν άπταιστα τα χειρότερα Αγγλικά (αυτά της δουλειάς) και άθλια τα καλύτερα Ελληνικά (τα Κυπριακά). Όταν τα χρήματα λείψουν, από πού θα κρατηθούν;
Αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο. Τον έρωτα με το στριπτιζάδικο. Τα αναγκαία για την επιβίωση, με ένα τζιπ γεμάτο άχρηστα ψώνια. Τον ελεύθερο χρόνο με την υπερωρία. Κάναμε το παιγνίδι των παιδιών υπερπαραγωγή, σε πάρτι γενεθλίων κατά παραγγελία. Ξεχάσαμε ποια είναι τα βασικά συστατικά της ύπαρξής μας, ως ατόμων και ως κοινωνίας, αντικαθιστώντας τα με ότι μάς γυάλισε στη βιτρίνα. Γίναμε ότι μας έπεισε ο διαφημιστής, η τηλεόραση ή το περιοδικό να γίνουμε. Καταντήσαμε οπαδοί ομάδων, φανατικοί, με μαχαίρια και μίσος. Έφηβος, προτού σιχαθώ όλες τις ομάδες εξίσου, ήμουν με την Ομόνοια. Μια μέρα που έπαιζε με το ΑΠΟΕΛ, αρρώστησε ο τυμπανιστής των αντιπάλων. Ήρθαν στην άλλη κερκίδα και μου ζήτησαν να πάω στη δική τους, για να παίξω το τύμπανο. Πήγα ευχαρίστως.
Πέρασε ο καιρός, αλλάξαμε. Ξεχάσαμε. Χωριστήκαμε σε κόμματα και τα ψηφίσαμε τυφλά, διχαστήκαμε με τρόπο αταίριαστο στην ιστορία και την παράδοσή μας. Σε μια σταλιά τόπο, λέγαμε «οι άλλοι». Πήραμε τα χειρότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και τα κάναμε αξιώματα.
Να πάει στο καλό τέτοιος εαυτός, να μην ξανάρθει. Καθόλου μην τον κλάψουμε, καθόλου μη μας λείψει. Στον αγύριστο!
Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι από τις Φιλιππίνες έκλαιγε κρυφά στο κρεβάτι του για το παιδί και τη μάνα που άφησε για να σερβίρει καφέ τον κύριο Πάμπο, που έγινε σερ, για να σιδερώνει τα ακριβά βρακιά της κυρίας Αντρούλλας, που έγινε μάνταμ. Η κοπέλα θα γυρίσει φτωχή στο Μπάγκιο Σίτι ή στη Μανίλα. Θα αγκαλιάσει τη μάνα της, θα φιλήσει το παιδί της. Εμείς, πού επιστρέφουμε;
Τι μένει όταν ο σερ και η μάνταμ, έκπληκτοι, χάνουν το αυτοκίνητο, την υπηρέτρια, το λούσο και το σπίτι τους; Τι κρατιέται αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, κάτω από την επιφάνεια που βουλιάζει; Πού ακριβώς βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένος ο βαθύς Χαρακτήρας, που μας επιτρέπει, όταν όλα αλλάζουν, να λέμε ακόμη «Εμείς»;
Μπορούμε σήμερα να αποφασίσουμε ξανά, ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ποιοι είμαστε. Τι είναι σημαντικό και τι όχι. Τι αξίζει να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους. Ποια λόγια αξίζει να πούμε προτού φύγουμε, πώς αξίζει να σταθούμε και απέναντι σε τι, προτού πεθάνουμε. Κι αυτό, μπορούμε να το κάνουμε, ακόμη και νηστικοί, άνεργοι και άστεγοι. Ήταν όμως αδύνατον να το κάνουμε χορτάτοι και υποταγμένοι, με έναν εαυτό-καταναλωτή, εξαρτημένο και ευχαριστημένο.
Μείναμε σε σκηνές, στο ύπαιθρο, για χρόνια. Χάσαμε για πάντα τα σπίτια, τα χωριά και τις ζωές μας. Περιμέναμε κάθε μέρα, για χρόνια, αγνοούμενους που δεν γύρισαν. Για δεκαετίες, ακούγαμε αεροπλάνο και στρέφαμε έντρομοι τα μάτια στον ουρανό. Χιαστί ταινίες στα παράθυρα, μη σπάσουν από τον βομβαρδισμό που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξαναρχίσει. Τα παιδιά που έβγαλαν το σχολείο διαβάζοντας με το κερί στα αντίσκηνα, χειμώνες στη σειρά, βρίζονταν στην Ελλάδα από τους Ελλαδίτες, γιατί τους έτρωγαν τις θέσεις στα πανεπιστήμια. Η Μεγάλη Μαμά τίποτα δεν κατάλαβε. Κι ακόμη δεν καταλαβαίνει. Γιατί, μπορεί η Κύπρος να είναι Ελληνική, όμως, πόσο λίγο Κυπριακή είναι η Ελλάδα! Πόσο λίγο Ελληνική είναι η Ελλάδα!
Επιτρέψαμε στους μικρούς πολιτικούς ενός αδύναμου και απροστάτευτου τόπου, να συμπεριφέρονται σαν άρχοντες αυτοκρατορίας. Να υπηρετούν κόμματα και τσέπες, σαν να μην υπάρχει απειλή, κίνδυνος και γκρεμός, σαν να είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη να γίνουμε μπουκιά στο στόμα κροκοδείλων. Είδαμε τα τρυφερά, αγνά χαμόγελα των παιδιών του Απελευθερωτικού Αγώνα να χρησιμοποιούνται από βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ’ έξω κι από μέσα». Ζήσαμε την αδικία, την απώλεια, την εγκατάλειψη. Τα ξέρουμε όλα, τα είδαμε όλα, τα ζήσαμε όλα. Τώρα θα φοβηθούμε;
Όταν κλαίγαμε το ’74, κλαίγαμε για τα σπίτια μας. Σήμερα θα κλάψουμε για τις επαύλεις μας; Τότε, κλαίγαμε για το χωριό μας. Θα κλάψουμε σήμερα για την τράπεζα; Τότε, για τους τάφους των γονιών μας. Σήμερα για τα χρέη μας; Τότε, για τις ζωές μας. Σήμερα για τις δουλειές μας; Δεν νομίζω…
Η κοινωνία μας, αυτή η διαλυμένη, πιέζοντας ασταμάτητα την όποια επίσημη πολιτική ηγεσία, αλλά και πέρα απ’ αυτήν, θα αναπτύξει μηχανισμούς στήριξης των ανέργων, θα φροντίσει τα παιδιά της. Όχι από ελεημοσύνη. Από αλληλεγγύη. Και με τη γνώση πως, αν ο διπλανός δε ζει καλά, κανείς δε ζει καλά. Γιατί, ότι ποτέ μας κράτησε σ’ αυτόν τον τόπο, ήταν ένας ιδιόμορφος, ποιητικός, παράλογα ωραίος κοινωνικός ιστός, που αυτοπροστατεύεται και που μας προστατεύει. Αυτός είναι που ανάγκασε τους βουλευτές να πουν, για μια έστω στιγμή, «Όχι».
Το «Όχι» της Κυπριακής Βουλής, είναι σημαντικότερο απ’ ότι κάποιοι χαιρέκακοι μπορούν να υποψιαστούν. Κι ας επιστρέψει η Βουλή εκλιπαρώντας τους Τροϊκανούς, κι ας πέσει στα γόνατα, κι ας τους γλύψει τα πόδια, μετά. Κι ας χάσουμε περισσότερα. Γιατί, για μια στιγμή έστω, έμοιασε η Δημοκρατία να έχει νόημα, ένα νόημα ξεχασμένο εδώ και δεκαετίες. Έμοιασαν, έστω και για μια στιγμή, οι εκπρόσωποι να εκπροσωπούν πράγματι. Η στιγμή καταγράφεται και μένει, δημιουργώντας προηγούμενο, παρά την όποια κατάληξη. Και το γεγονός πως το προηγούμενο δημιουργήθηκε από μισή μερίδα τόπο, αγαπητοί λογικοί λογιστές, το κάνει ακόμη σημαντικότερο. Τίποτα «δικό σας» δεν θα μείνει ποτέ στην Ιστορία, να σηματοδοτεί, να καθορίζει, ή έστω να θυμίζει κάτι υπαρξιακά σημαντικό. Αφήστε μας να το χαρούμε. Δεν μας προσφέρονται συχνά τέτοιες χαρές.
Αυτό το «Όχι», φαίνεται να είχε και χειροπιαστά αποτελέσματα: Εκτός από τη δυνατότητα μη φορολόγησης των μικροκαταθετών, εκτός από το χρονικό περιθώριο που έδωσε για τη νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των συναλλαγών και τη δημιουργία Ταμείου Αλληλεγγύης, που μπορούν να παίξουν σημαντικά θετικό ρόλο στο μέλλον, έδωσε και τη δυνατότητα, έστω σπασμωδικά, έστω την τελευταία στιγμή, έστω με απογοητευτικό αποτέλεσμα, να μετρηθούν οι δυνάμεις και οι «φιλίες», τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας. Βοήθησε να καθαρίσει το τοπίο, να τελειώσουμε με ψευδαισθήσεις, να καταλάβουμε ξανά το πόσο μόνοι είμαστε, το πόση ευθύνη έχουμε. Κι όσοι πιστεύουν πως με ένα «Ναι» θα σώζαμε κάτι, τη Λαϊκή Τράπεζα ή την Κύπρου (αλήθεια, πόσο «δική μας» μπορεί να είναι μια τράπεζα;) και μαζί τις δουλειές, ή τους κόπους μιας ζωής που τους εμπιστευτήκαμε, να μην ξεχνούν πως, όποιο κομμάτι μας έμεινε απροστάτευτο, ούτως ή άλλως, και με τα «Ναι» και με τα «Όχι», θα κατασπαραχθεί.
Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει «plan B». Θα ήταν αδύνατον να έχει εκπονηθεί από ανθρώπους της γενιάς μου και της προηγούμενης, από ανθρώπους βουτηγμένους στην κατανάλωση, στο εφήμερο, στο συμφέρον, στο νεοπλουτισμό και στο τίποτε, μια πολιτική που να έχει βάθος και σοβαρότητα. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική, είπαν ενστικτωδώς «Όχι». Έστω και για μια στιγμή. Ένα «Όχι» καταστροφικό και λυτρωτικό μαζί, που εσείς, αγαπητοί Ελλαδίτες μνημονιακοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με πρόσχημα το καλό μας, δεν θα πείτε ποτέ. Θα προτιμήσετε να καταστραφούμε εξίσου, λέγοντας «Ναι».
Οι Κύπριοι προσφυγοποιούμαστε ξανά στην ίδια μας την πατρίδα. Χάνουμε ξανά τη ζωή όπως τη χτίσαμε, όπως νομίζουμε πως τη διαλέξαμε, όπως νομίσαμε πως μας ανήκει. Και φοβόμαστε. Είναι ανθρώπινο. Όμως, τι πραγματικά φοβόμαστε; Ότι θα πεινάσουμε; Πεινάσαμε και παλιότερα. Ότι θα κρυώσουμε; Κρυώσαμε χρόνια. Ότι θα μείνουμε μόνοι; Πάντα μόνοι ήμασταν. Ότι θα πονέσουμε; Από πόνο άλλο τίποτε… Ότι θα μας κατακτήσουν; Πάντα κατακτημένοι υπήρξαμε.
Θα τα καταφέρουμε, το ξέρουμε καλά! Γιατί, τελικά, δεν φοβόμαστε τίποτε. Γιατί, τελικά, το μόνο που φοβόμαστε, είναι το υποχρεωτικό κοίταγμα στον καθρέφτη. Το μόνο που μας φοβίζει, είναι το μόνο που πραγματικά έχουμε: το αληθινό μας πρόσωπο. Ας το ξεθάψουμε, ας το θυμηθούμε, ας το κοιτάξουμε. Ενώ όλοι, φίλοι και εχθροί, μας αγριοκοιτάζουν, ενώ η μάσκα μας πέφτει νεκρή, αυτό θα μας χαμογελάσει.

Ένα καλό κείμενο

6 Φεβρουαρίου, 2012

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ

    Του Σαράντου Καργάκου

Ιστορικού – Συγγραφέως

     Απέφευγα για λόγους προσωπικής ευαισθησίας (έχουμε κι εμείς βέβαια τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα μας!) ν’ αναφερθώ στο περιβόητο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Ήμουν εξήμισυ ετών όταν ανήμερα σχεδόν του Αγίου Νικολάου του 1943 οι Γερμανοί πηγαίνανε για σκοτωμό τ’ αδέρφια του πατέρα μου. Η μάνα μου λέει πως με κρατούσε από το χέρι. Πέρασε το αυτοκίνητο με τους μελλοθάνατους από μπροστά μας, ο μικρός θείος μου που ήταν δεν ήταν 30 ετών, σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτισε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.

    Και μετά το αυτοκίνητο χάθηκε σε κάποια στροφή. Τότε για πρώτη φορά άκουσα κι έμαθα τη λέξη εκτέλεση. Κι η λέξη έμεινε άσβηστη στη συνείδησή μου, γιατί έκτοτε είχαμε κι άλλες, κι άλλες πολλές ακόμη εκτελέσεις. Έφευγαν από κοντά μας αγαπημένα πρόσωπα κι ο κόσμος έλεγε: «Τα πήγαν για εκτέλεση»!

    Κάποτε τα δεινά έληξαν και στον τόπο εγκαθιδρύθηκε μια κουτσή και στραβή τάξη. Η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες ώρες αφόρητης φτώχειας. Η Κατοχή μάς είχε εξουθενώσει. Κάποιοι δικηγόροι ξεκίνησαν έναν αγώνα για αποζημιώσεις. Μάζευαν υπογραφές από συγγενείς θυμάτων. Υπόσχονταν -αν θυμάμαι καλά- δύο χιλιάδες το «κεφάλι». Πήγαν και στον πατέρα μου να υπογράψει, μα ο φτωχούλης αρνήθηκε με βδελυγμία. «Δεν κοστολογούνται τα κεφάλια των αδελφών μου», είπε. Κι ένιωσε πως ανταπέδιδε με τη φράση αυτή την καλύτερη τιμωρία στην επηρμένη μεταπολεμική Γερμανία, τη Γερμανία του οικονομικού θαύματος, που στηρίχθηκε στην ξένη εργασία και στην αφειδώς παρεχόμενη αμερικανική βοήθεια.

    Αν σ’ όλη αυτή τη μακρά διαδικασία με πληγώνει κάτι, είναι όχι αυτή καθαυτή η εκτέλεση, αλλά η «νομιμότητα» αυτής της εκτέλεσης. Οι γερμανικές αρχές είχαν διακηρύξει πως για κάθε σκοτωμένο Γερμανό θα εκτελούνταν 40 άμαχοι Έλληνες. Ας το σκεφθούμε αυτό: 40 Έλληνες έναντι ενός Γερμανού! Έτσι μας κοστολόγισαν κι έτσι μας κοστολογούν. Ένας Έλληνας είναι υποπολλαπλάσιο του Γερμανού. Αυτό εκφράζει όχι απλώς τη ναζιστική θηριωδία αλλά τη γενικώτερη ευρωπαϊκή νοοτροπία. Γιατί, όπως πολύ σοφά έλεγε ο Ντισραέλι, «μπορεί μια αποικία ν’  απέκτησε ανεξαρτησία, αλλά δεν παύει γι’  αυτό το λόγο να είναι αποικία».

Αν σήμερα οι Γερμανοί δυστροπούν να πληρώσουν την επιδικασθείσα από τα Δικαστήρια αποζημίωση στους μαρτυρικούς κατοίκους του Διστόμου (και όχι μόνον του Διστόμου), δεν το κάνουν μόνο από τσιγκουνιά, το κάνουν για να μας ταπεινώσουν ακόμη μια φορά. αρνούνται υπόσταση στα δικαστήριά μας. Ουσιαστικά δεν αναγνωρίζουν σε μας υπόσταση κράτους. Παραπέμπουν το ζήτημα στον Υπουργό. Αυτός είναι ένας περιδεής εκπρόσωπος της Νέας Τάξης που δεν λογοδοτεί στον ελληνικό λαό αλλά στα Διευθυντήρια των Νέων Καιρών.

    Αυτό που όμως με θλίβει δεν είναι η ψυχική κακομοιριά των κυβερνώντων, είναι το ηθικό κατάντημα κάποιων δημοσιογράφων. Άκουγα ένα μεσημέρι κάποιον ραδιοσχολιαστή που με άκρως περιφρονητική φωνή στιγμάτιζε τη συμπεριφορά των Διστομιτών, επειδή κατέφυγαν στα ασφαλιστικά μέτρα κατά των Γερμανών. Κι έλεγε: «Πού φθάσαμε…»! Έπρεπε να είχε ζήσει τη γερμανική φρίκη της Κατοχής, για να είχε δει το πού φθάνε το κτήνος όταν κυριεύει την ανθρώπινη ψυχή. Τι έκαναν οι κάτοικοι του Διστόμου από το να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη; Μήπως έπρεπε κι αυτοί – κι όχι μόνο αυτοί- να συμπεριφερθούν γερμανικά, δηλαδή να πιάσουν καμμιά πεντακοσαριά Γερμανούς τουρίστες και να τους κρατήσουν ομήρους ή να τους εκτελέσουν; Στα αντίποινα των Γερμανών εμείς δεν απαντήσαμε με αντίποινα. Οι Γερμανοί τιμωρήθηκαν ελάχιστα γι’  αυτά που διέπραξαν στον τόπο μας. Κάλυψαν ένα ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων που όφειλαν. Συνέχισαν τη ναζιστική πολιτική, όχι βέβαια στη γραμμή του Χίτλερ (δεν είναι ακόμη καιρός) αλλά στη γραμμή του Γκαίμπελς. Παραπλάνηση και εξαπάτηση. Και μετά αποθράσυνση. Θα ‘ρθει στιγμή που θα μας ζητήσουν αποζημίωση για τις σφαίρες που ξόδεψαν για να μας… σκοτώσουν.

    Μέρος Δεύτερο

    Το κείμενο που προηγήθηκε είχε γραφτεί προ πολλών ετών για να δημοσιευθεί στην εφημερίδα όπου αρθρογραφούσα επαγγελματικώς. Δεν δημοσιεύθηκε· και σε λίγες ημέρες «εκτελέστηκα» και δημοσιογραφικώς. Μου τράβηξαν το χαλί επιτηδείως κάτω από τα πόδια μου. Τώρα που ήλθαν οι δύσκολοι καιροί και η Γερμανία μάς φόρεσε καπίστρι, πολλοί σταθμοί και πάμπολλα έντυπα μού ζητούν να μιλήσω και να γράψω για τις περιβόητες αποζημιώσεις. Μου ζητήθηκε να μιλήσω και για τις εκτελέσεις. Κι αντιμετώπισα τις λοιδορίες δύο «καναλοκύνων». Αναφερόμουν στην εκτέλεση των συγγενών μου και στην υπέροχη στάση της γιαγιάς μου. Ήμουν μπροστά, όταν ο πατέρας τής ανακοίνωσε την εκτέλεση των δύο παιδιών της, των δύο αδελφών του. Η γιαγιά -βαθιά χριστιανική ψυχή- κατέβασε το μαύρο τσεμπέρι ως τα μάτια και πριν τυλίξει με αυτό το στόμα για να μη βγει κραυγή οδύνης, κατόρθωσε να μουρμουρίσει:

   – Ο θεός να τους συγχωρέσει για το κακό που μου έκαναν!…

    Κι έπειτα κλείστηκε στη βαθιά σιωπή της. Που και που ένα σιγαλό – σαν αγεράκι απαλό-  μοιρολόι.

    Πέρασαν κάποια χρόνια. Ήμουν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, την λεγόμενη τότε «Ογδόη». Ο πατέρας έφθασε ένα μεσημέρι ράκος στο σπίτι. Τον είχε επισκεφθεί στο κατάστημα του «Δραγώνα» (Αιόλου 89) ο άνθρωπος που είχε βάλει στη λίστα των μελλοθάνατων τα αδέρφια του. ήταν ετοιμοθάνατος· τον «κουράριζε» στον Άγιο Σάββα, εξάδελφός μου ογκολόγος. Του έμεναν λίγες ημέρες ζωής. Ζήτησε από τον εξάδελφό μου την άδεια να βγει για λίγες ώρες· έπρεπε κάποιον να δει. Και πήγε να βρει τον πατέρα μου. Δεν μπορούσε να ανέβει στον ημιώροφο. Τον ζήτησε και κατέβηκε ο πατέρας. Σαν τον είδε πάνιασε.

   – Ήλθα να πάρω τη συγγνώμη σου, του είπε ο άλλος. Σε λίγες μέρες πεθαίνω…

    Ο πατέρας, βαθιά συγκλονισμένος, μόλις κατόρθωσε να ψελλίσει μία φράση:

    – Να ‘σαι συγχωρεμένος…

    Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κλείστηκε στο γραφειάκι που ήταν το λογιστήριο. Δεν ήθελε να τον δει κανείς με δάκρυα στα μάτια. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος με υψηλή περηφάνεια. Μας τα είπε στο σπίτι με αναφιλητά. Ήταν η πρώτη φορά που μάλωσα με τον πατέρα μου. Με τη σκληρότητα της νεανικής ηλικίας πίστευα πως η συγγνώμη σ’  έναν εγκληματία συνιστά αδικία. Σήμερα το ίδιο θα έπραττα κι εγώ, Αυτό δεν σημαίνει πως έκοψα να είμαι Μανιάτης. Αλλά η πείρα μιας μακράς ζωής με εδίδαξε ότι η καλύτερη εκδίκηση είναι η συγγνώμη. Γι’  αυτό συγχωρώ και τον δημοσιογράφο – κάποτε φίλο-  και τα παρασαρκώματα που τον περιστοιχίζουν, που, χωρίς να φορούν την στολή της «Βέρμαχτ», συνεχίζουν με άλλα μέσα το έργο τους.

    Συγχωρώ ακόμη και τους Γερμανούς δημοσιογράφους, τραπεζίτες και πολιτικούς για όσα μας κάνουν. Κι όχι απλώς τους συγχωρώ, αλλά τους ευγνωμονώ. Από τη δική τους αγνώμονα στάση, θα ξεπηδήσει η δική μας ανάταση, η νέα εθνική μας επανάσταση. Όχι κατά των Γερμανών αλλά κατά των υπολειμμάτων του δωσιλογισμού που «κοπροκρατούν» (το ρήμα του Ελύτη) πολιτικά και οικονομικά τη δόλια πατρίδα μας.

    Υ.Γ. Το πρωτότυπο κείμενο είναι δημοσιευμένο σε πολυτονικό

    Πηγή: Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2012, Εκδόσεις Φιλιππότη

Το ΔΝΤ, διαβόητο για τις πολιτικές λεηλασίας του στον τρίτο κόσμο, τα μάζεψε και έφυγε από τη Λατινική Αμερική.  Τώρα κατασπαράσσει τα άκρα της Ευρώπης.  Θα το αφήσουμε αυτό να συμβεί;

Η Λόλα μας έστειλε την παρακάτω ανταπόκριση – αξίζει…

Εφημερίδα Dagens Nyheter
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΣΟΥΗΔΙΑ

Κάισα Έκις Έκμαν

Η Ελλάδα βυθίζεται όλο και περισσότερο στην οικονομική κρίση. Η Κάισα Έκις Έκμαν επισκέφτηκε μια παρεξηγημένη χώρα με ένα διερρηγμένο κοινωνικό συμβόλαιο, όπου όλοι συμφωνούν μεταξύ τους.
Πώς θα νιώθαμε αν όλα όσα μας ανήκαν πουλιόνταν για να ξεπληρώσουμε δάνεια από τα οποία δεν είδαμε ποτέ όφελος; Αν οι μισθοί μας μειώνονταν στο μισό και τα λεφτά πήγαιναν κατευθείαν σε ξένες τράπεζες;
Και αν εμείς, ενώ προετοιμαζόμασταν να ζήσουμε στο οριο διαβίωσης, ως επιστέγασμα όλων αποκαλούμασταν τεμπέληδες και κακομαθημένοι;  Αν κάποιος εξοικειωθεί με αυτή την κατάσταση, μπορεί να αποκτήσει μια ιδέα πώς είναι να είσαι Έλληνας αυτή τη στιγμή.
Έχω μόλις επιστρέψει από την Ελλάδα. Σε μία χώρα που βρίσκεται σε κρίση επικρατεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.  Μια καχεξία και απελπισία, αναμεμιγμένη με την πολιτική αφύπνιση που ακολουθεί μεγάλα γεγονότα και προκαλεί ευφορία.  Ξαφνικά, οι χαμηλοί μισθοί και η δυσκολία πληρωμής των λογαριασμών, από ατομικό πρόβλημα του καθενός, απέκτησαν κοινό πολιτικό περιεχόμενο.  Ορισμένοι σκέφτονται να μεταναστεύσουν.  Άλλοι να ρίξουν την κυβέρνηση.
Μια αναγκαία αντιασφυξιογόνα μάσκα κρέμεται σε πολλά σπίτια, ως ανάμνηση των διαδηλώσεων των 28 και 29 Ιούνη, οπότε το κοινοβούλιο υπερψήφισε το πακέτο στήριξης προς την Ελλάδα. Δ εν νομίζω ότι έχω βρεθεί παλιότερα σε χώρα όπου όλοι μα όλοι που συνάντησα να συμφωνούν.  Είναι όλοι αγανακτισμένοι με το ευρώ, με τη Γερμανία, με την κυβέρνησή τους και με τους εαυτούς τους που την ψήφισαν.  Ύστερα από μια βδομάδα στην Αθήνα, μπορώ να πω ότι αν ήμουν Ελληνίδα, θα ήμουν κι εγώ αγανακτισμένη.
Αυτά που μαθαίνουμε για την Ελλάδα από τις σουηδικές εφημερίδες είναι πάνω κάτω ότι οι Έλληνες δουλεύουν πολύ λίγο και αμείβονται πολύ καλά. Ο υπουργός Οικονομικών της χώρας μας, Άντρες Μπόρι, έχει δηλώσει ότι «οι Έλληνες βγαίνουν στη Σύνταξη στα 40». Στο άρθρο «Ερωτήσεις και Απαντήσεις για την Ελλάδα» της 17/6 στην Dagens Nyheter γραφόταν ότι οι μισθοί στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα».  Η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ έκανε έκκληση στους Έλληνες να δουλεύουν περισσότερο και να μην κάνουν τόσο πολύ καιρό διακοπές.  Όλα αυτά καρυκευμένα με τη συνηθισμένη μπούρδα περί ενός τεράστιου και μη αποτελεσματικού κράτους.  Τώρα θα αναλάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση και θα τους δανείσει ακόμα περισσότερα χρήματα, αυτό θα μπορούσε να βάλει σε μια τάξη τα πράγματα, άρα γιατί διαμαρτύρονται;
Τι τραγικός αχταρμάς παραπληροφόρησης!  Και τι τραγική έλλειψη αλληλεγγύης προς μία χώρα που οφείλουμε τώρα να υποστηρίξουμε!  Οι Έλληνες εργάζονται τις περισσότερες ώρες στην Ευρώπη – 42 ώρες τη βδομάδα σύμφωνα με τη Eurostat, την στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 803 ευρώ. Το πραγματικό όριο ηλικίας δεν είναι τα 40 χρόνια, όπως ισχυρίζεται ο Άντερς Μπόρι, αλλά τα 61,4.
Πρόκειται δηλαδή για έναν από τους πιο σκληρά εργαζόμενους και ταυτόχρονα πιο χαμηλά αμειβόμενους λαούς της Ευρώπης.  Όμως έχουν μια χώρα που εξαρτάται από τον τουρισμό και όχι από κάποια αμιγώς δικιά της μεγάλη παραγωγή. Και μια χώρα με ένα διερρηγμένο κοινωνικό συμβόλαιο. Όπου ο κόσμος δεν εμπιστεύεται το κράτος ενώ το κράτος δεν παρέχει στους πολίτες του ούτε τις βασικές κοινωνικές υπηρεσίες.  Και το οποίο, ως επιστέγασμα όλων, βρίσκεται στη θηλιά του ευρώ.
Κάθε εθνικό νόμισμα μπορεί να παρομοιαστεί με ενα ρούχο.  Κάθε χώρα φορούσε μέχρι πρότινος το ρούχο που της ταίριαζε.  Μπορούσε να το στενέψει και να το φαρδύνει αν ήταν ανάγκη.  Για παράδειγμα, μπορούσε να υποτιμήσει το νόμισμά της σε περίοδο κρίσης, ή να αυξομειώνει τα επιτόκια ανάλογα με τι ανάγκες της.  Όταν όμως εισήχθη το ευρώ, όλες οι χώρες επρεπε ξαφνικά να φορέσουν τα ίδια ρούχα.  Μόνο που τα μέτρα των ρούχων πάρθηκαν για να ταιριάζουν σε ορισμένες μόνο χώρες – όπως τη Γερμανία και τη Γαλλία.  Για άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα, το εν λόγω κουστούμι δεν ταίριαζε.
Η Ελλάδα κυβερνάται για δεκαετίες από δύο «δυναστείες» – τη συντηρητική Νέα Δημοκρατία και το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ, με δύο οικογένειες στην κορυφή, μία στο κάθε κόμμα.  Και οι δύο κυβερνήσεις έχουν πάρει μεγάλα δάνεια, αλλά λίγοι ξέρουν τι δρόμο πήραν τα χρήματα των δανείων.  Πολλά από αυτά έχουν εξαφανιστεί στη διαφθορά και σε σκοτεινά συμβόλαια. Λέγεται ότι η κατασκευή ενός δρόμου στην Ελλάδα κοστίζει πολύ περισσότερο απ’ ότι στις
υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς παρεμβάλλονται πάρα πολλοί μεσάζοντες. Ο λαός δεν θέλει να πληρώνει φόρους μιας και δεν παίρνει τίποτα ως ανταπόδοση από το κράτος.  Ένα μεγάλο μέρος των φορολογικών εσόδων πηγαίνει στη στήριξη μιας κρατικής γραφειοκρατίας που υπάρχει για να εξυπηρετεί μόνο τον εαυτό της.  Ταυτόχρονα οι βασικές κοινωνικές υπηρεσίες αποτελούν πονεμένη ιστορία για τον κόσμο.  Ένας ασθενής πρέπει να
πληρώσει φακελάκι στο γιατρό για να τον φροντίσει, ενώ οι Έλληνες μαθητές χρειάζονται ιδιαίτερα μαθήματα για να ανταποκριθούν στις σχολικές εξετάσεις.  Και μέσα σ’ όλα αυτά, ήρθε η οικονομική κρίση το 2008.  Η Ελλάδα, η οικονομία της οποίας εξαρτάται από τον τουρισμό, επλήγη ακόμα πιο σκληρά.
Υπό άλλες συνθήκες, η κυβέρνηση θα μπορούσε να υποτιμήσει το εθνικό νόμισμα για βγει η χώρα από την κρίση.  Όμως μετά την εισαγωγή του ευρώ, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.  Η Ελλάδα περιορίζεται από το κουστούμι της το οποίο δεν μπορεί να βγάλει.  Κι έτσι το κουστούμι καταστρέφεται – μόνο που αυτό δεν επιτρέπεται να συμβεί, καθώς το ίδιο φοράνε και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Είναι προτιμότερο λοιπόν να πετσοκοφτεί αυτός που το φοράει.
Αυτό ονομάζεται «εσωτερική υποτίμηση» και σημαίνει απλά ότι αντί να υποτιμηθεί η αξία του νομίσματος περικόπτεται το εισόδημα του λαού.  Κατ’ απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι Έλληνες κρατικοί γραφειοκράτες εβαλαν σε εφαρμογή ένα σχέδιο.  Οι μισθοί θα συμπιεστούν και μεγάλα τμήματα γης θα ιδιωτικοποιηθούν.  Παραλίες, αεροδρόμια, εθνικές οδοί και κατά το ήμισυ όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις θα ξεπουληθούν.
Στην πλατεία Συντάγματος κυκλοφορεί μια φήμη ότι η Ακρόπολη θα εξαγοραστεί από μια γερμανική εταιρεία.  Έμενα στο σπίτι κάποιων νέων που ανήκουν στη «γενιά των 700 ευρώ». Σύντομα θα μεταμορφωθούν στη «γενιά των 500 ευρώ».  Είναι στην ηλικία μου – 30 Χρονών και πάνω – όχι τόσο νέοι τελικά, όμως νιώθουν πιο νέοι απ’ ότι είναι καθώς ακόμα αναρωτιούνται τι θα κάνουν στο μέλλον.  Κανείς τους δεν έχει παιδιά.  Το να κάνουν παιδιά είναι κάτι αδιανόητο γι’ αυτούς.  Είναι μορφωμένοι, έχουν πολλά χρόνια πανεπιστημιακών σπουδών στο ενεργητικό τους, όμως  δουλεύουν ευκαιριακά ως διακοσμητές γάμων.  Ο ασφαλέστερος τρόπος να βρουν μια σταθερή δουλειά ήταν παλιότερα δια μέσου του κράτους, όμως αυτό πρόκειται τώρα να αλλάξει.  Η κατάσταση αυτή δεν είναι εντελώς άγνωστη.  Το ίδιο ισχύει για τη γενιά μας σε όλη την Ευρώπη.  Μόνο που στην Ελλάδα συμπιέζονται επιπλέον οι μισθοί μέχρι το κατώτερο όριο, με πρόσχημα την κρίση.
Στην πλατεία Συντάγματος διοργανώνεται κάθε απόγευμα συνέλευση.  Όταν βρέθηκα εκεί στα μέσα του Ιούλη, ο αρχικός ενθουσιασμός είχε κάπως υποχωρήσει.  Οι συμμετέχοντες δεν ήταν πια χιλιάδες, παρά εκατοντάδες.  Ο καθένας μπορούσε να πάρει το λόγο και να μιλήσει ενώ τα θέματα ήταν διάφορα: από προτάσεις για γενική απεργία μέχρι εκκλήσεις να μην κλέβονται αντικείμενα από τους συγκεντρωμένους στην πλατεία.  Ορισμένες ελληνικές λέξεις στριφογυρίζουν επίμονα στο μυαλό μου.  Μία από αυτές είναι ο «Ισημερινός», που σημαίνει Εκουαδόρ.  Ο πρόεδρος του Εκουαδόρ, Ραφαέλ Κορέα, ήταν ένας μεγάλος ήρωας για την πλατεία.  Τρεις στους τέσσερις Έλληνες επιθυμούν η Ελλάδα να ακολουθήσει το παράδειγμα του Εκουαδόρ και της Αργεντινής: να κηρύξει στάση πληρωμών του χρέους.  Ένας στους τέσσερις θέλει να φύγει η χώρα από το ευρώ.  Αυτό που πρέπει να καταλάβει κανείς είναι ότι οι Έλληνες δεν είναι εξοργισμένοι με ένα αναγκαίο κακό – παρά με ένα μη αναγκαίο κακό.
Το πακέτο στήριξης που δόθηκε στην Ελλάδα δεν επιλύει την κρίση, παρά αναγκάζει τη χώρα να βυθιστεί βαθύτερα σ’ αυτήν.  Αντί να γίνουν επενδύσεις στην ύπαιθρο, να φτιαχτεί κάποια παραγωγή που να μην βασίζεται στον τουρισμό, να χτιστεί κράτος πρόνοιας και να γεμίσει ο λαός αισιοδοξία, περικόπτονται τα εισοδήματα του κόσμου.
Το ΔΝΤ, διαβόητο για τις πολιτικές λεηλασίας του στον τρίτο κόσμο, τα μάζεψε και έφυγε από τη Λατινική Αμερική.  Τώρα κατασπαράσσει τα άκρα της Ευρώπης.  Θα το αφήσουμε αυτό να συμβεί;

Με αφορμή τη γιορτή της…δημοκρατίας στο προεδρικό μέγαρο..!

Καλό μήνα κορίτσια! Και του χρόνου λίγο καλύτερα…

Η αποστολή της επιστολής από τη Λιάνα:

Ανοικτή επιστολή του Καθηγητού Βασίλη Φίλια προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια.

Αξιότιμε Κύριε Πρόεδρε,…

Όταν την επομένη του πραξικοπήματος του ’67, μία χούφτα άνθρωποι ιδρύσαμε τη Δημοκρατική Άμυνα γνωρίζαμε πολύ καλά ότι η Δημοκρατία δεν καταλύθηκε από τις ερπύστριες των τανκς, αλλά είχε προ πολλού αυτοκαταρρεύσει και αυτοαναιρεθεί εσωτερικά.

Γι’ αυτό και ο απόηχος της αντίστασής μας ήταν όχι απλά η πάλη της ανατροπής της δικτατορίας, αλλά η ουσιαστικοποίηση της μελλοντικής Δημοκρατίας με την έννοια της εδραίωσης μιας πραγματικής λαϊκής κυριαρχίας.

Ο στόχος αυτός δεν επετεύχθη διότι το παλαιό φθαρμένο πολιτικό προσωπικό όχι μόνον επανήλθε το ’74 «ανέπαφο», αλλά και διότι η δικτατορία χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι για να «μεταποιηθεί» η ελευθερία σε ελευθεριότητα και ασυδοσία. Η συντεχνοποίηση της κοινωνικής μας ζωής, η ανευθυνοποίηση, ο παρασιτισμός, η λογική του «πεζοδρομίου», η διαφθορά, τα σκάνδαλα και ο πολιτικός θεατρινισμός είναι μερικές, οι σημαντικότερες, από τις συνέπειες.

Αυτά όσον αφορά το απώτερο παρελθόν, όπου οι ευθύνες βαρύνουν όλους όσους άσκησαν πολιτική σε επίπεδο εξουσίας.

Το παρόν συνδέεται με μία οικονομική βαθύτατη δυσπραγία, που οδηγήθηκε σε οικονομική κατάρρευση από χειρισμούς, τους οποίους χαρακτήρισαν η λογική της εξάρτησης, της υποτέλειας, της παράδοσης άνευ όρων των συμφερόντων της χώρας στους διεθνείς κερδοσκόπους και τους μηχανισμούς των παγκόσμιων τοκογλύφων.

Κάτι που έγινε από μία «σοσιαλιστική» κυβέρνηση, η οποία με τις συμβουλές και τις συμβολές των ξένων επεχείρησε μια άνευ προηγουμένου εξαπάτηση του ελληνικού λαού και όταν σε ελάχιστο χρόνο αποκαλύφθηκε ο αντιλαϊκός και αντεθνικός χαρακτήρας της πέρασε απροκάλυπτα σε εφαρμογή της αρχής «αποφασίζομεν και διατάσομεν».

Έτσι αναδύθηκε μία νέα χούντα η οκτωβριανή. Μια χούντα , που όχι μόνον δεν εκμεταλλεύτηκε τεράστιες ευκαιρίες υπέρβασης της κρίσης με προσφυγή στη Ρωσία, την Κίνα, τα εμιράτα και όπου αλλού, αλλά και δεν διαπραγματεύτηκε όπως έκανε η Ισλανδία, η Ιρλανδία, η Ισπανία κ.ο.κ.

Οι προσωπικές σας ευθύνες κ. Πρόεδρε είναι τεράστιες, διότι δεν προστατεύσατε τη χώρα, εντός των ορίων της δικαιοδοσίας σας απέναντι:

– Στην αντισυνταγματικότητα και τον παράνομο χαρακτήρα μεγάλου μέρους των όρων του μνημονίου και την αντισυνταγματική και εξ υφαρπαγής επιψήφισή του.

– Στην εκχώρηση εθνικού πλούτου υπό την μορφή εμπραγμάτων ασφαλειών και «εγγυήσεων» αντί πινακίου φακής.

– Στην ιδιωτικοποίηση όλων των επικερδών δημοσίων επιχειρήσεων

– Στο μη σεβασμό διεθνών συμφωνιών, που είχαν γίνει από την προηγούμενη κυβέρνηση όσον αφορά τα υγρά καύσιμα και το φυσικό αέριο,

– Στον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας και τη λατινοαμερικανοποίηση της χώρας,

– Στην κατ’ εντολή της κυβέρνησης ανοικτή σύμπραξη της αστυνομίας με τους κουκουλοφόρους.

Ναι κ. Πρόεδρε. Αυτά και άλλα πολλά μεταξύ των οποίων το μέγιστο και πολύ πρόσφατο. Η σιωπή σας στις εμετικές δηλώσεις Ερντογάν περί «Ελληνικής διοίκησης της νοτίου Κύπρου» και της αμφισβήτησης και αυτής της ύπαρξης Κυπριακού κράτους.

Στην πρώτη σας θητεία είχατε δείξει ότι είχατε υπερβεί το κομματικό σας παρελθόν προς όφελος του εθνικού. Σήμερα πλέον λειτουργείτε ως ουραγός μια Κυβέρνησης μειοδοσίας και εθνικού άγους, ως υποστηρικτής της οκτωβριανής χούντας.

Αρνούμαι κατόπιν αυτού να δεχτώ την πρόσκλησή στη «γιορτή της Δημοκρατίας». Αρνούμαι να συμμετάσχω σε κάτι, που κατήντησε θέατρο σκιών, αρνούμαι να διαγράψω τον ένα χρόνο παρανομίας και τα πέντε χρόνια φυλακής στο όνομα της στήριξης της σημερινής ψευτοδημοκρατίας του 15%.

Η είδηση από τη Λιάνα

——————————

Αυτό είναι δημοκρατικό και ευνομούμενο κράτος που σέβεται τους πολίτες του. Οι υποτίθεται ξυλοκόποι του βορά, οι «βάρβαροι» Ισλανδοί ορίστε τι έκαναν όταν βρέθηκαν σε παραπλήσια κατάσταση με την Ελλάδα:


 
Οι Ισλανδοί δεν αρκέστηκαν στα δάκρυα και την οργή. Απαίτησαν και πήραν απαντήσεις. Για το τι έφταιξε, ποιοι ευθύνονται και τι πρέπει να γίνει για να μην ξανασυμβεί παρόμοια κρίση. Μόλις 15 μήνες μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η εξεταστική επιτροπή που συνέστησε το Κοινοβούλιο από ανεξάρτητους ειδικούς έβγαλε πόρισμα 2.400 σελίδων, με το οποίο όχι μόνο καταλόγισε ευθύνες, αλλά και τις προσωποποίησε. Κατονομάζονται ο πρώην πρωθυπουργός Γκέιρ Χάαρντε, τρεις πρώην διοικητές της κεντρικής τράπεζας, υπουργοί, ενώ ποινικές ευθύνες καταλογίζονται σε στελέχη των τριών ιδιωτικών τραπεζών. Ήδη ο  εισαγγελέας έβγαλε διεθνή εντάλματα σύλληψης, καθώς πολλά  golden boys διέφυγαν στο εξωτερικό, κάνοντας μία μέρα πριν από  την εκδήλωση της κρίσης τεράστιες αναλήψεις από τους  λογαριασμούς τους. Τρεις συνελήφθησαν και κρατούνται. Η  κυβέρνηση έκανε μηνύσεις και ζητάει πίσω τα κλεμμένα. 

Η εξεταστική επιτροπή είχε στη διάθεσή της 80 υπαλλήλους, δικό  της προϋπολογισμό και δικαίωμα να ζητήσει ακόμη και να  κατασχέσειστοιχεία από κρατικές υπηρεσίες και ιδιώτες.Επίσης, ανεξάρτητη επιτροπή ετοιμάζει συστάσεις για να γίνουν  μεταρρυθμίσεις ώστε να αποφευχθεί παρόμοια κρίση στο μέλλον.  Στο πλαίσιο της διαφάνειας, αναρτήθηκε τον Απρίλιο στον  ιστότοπο της Βουλής (www.sic.athingi.is) το πλήρες κείμενο που η  κυβέρνηση ονομάζει «Έκθεση της αλήθειας» και οι Ισλανδοί  αποκαλούν «Μαύρο πόρισμα» καθώς και εκτεταμένη περίληψη  στα αγγλικά. Κανείς, ούτε καν οι κατηγορούμενοι, δεν  αμφισβήτησαν την αμεροληψία των συντακτών του πορίσματος. 

Το βράδυ της ανακοίνωσης 45 ηθοποιοί συγκεντρώθηκαν στο  Δημοτικό Θέατρο του Ρέικιαβικ και διάβασαν επί πέντε  συνεχόμενα 24ωρα, σε μια κατάμεστη αίθουσα, ολόκληρη την  έκθεση. Για τους περήφανους, πλην εξαπατημένους απογόνους  των Βίκινγκς, ήταν μια ομαδική ψυχανάλυση, μια διαδικασία  κάθαρσης.