Κυκλοφόρησε μέσω mail (μας το έστειλε η Λιάνα) , το συναντήσαμε σε διάφορα site και το δημοσιεύουμε:

«ΣΒΗΝΟΥΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΦΩΤΑ !!!! – ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ !!!!
Πότε : Τετάρτη, 1 Φεβρουάριος 2012
Ώρα: από τις 8:00 μ.μ. μέχρι τις 8:30 μ.μ.

Τοποθεσία :  ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΕΗ

ΟΧΙ ΣΤΑ ΧΑΡΑΤΣΙΑ

ΑΝΤΙΔΡΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΟ ΑΓΑΘΟ ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΜΑΣ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΡΕΥΜΑ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΑΣ.

ΣΤΙΣ 8 ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΘΑ ΣΤΕΙΛΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΜΗΝΥΜΑ.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ.

Το «απαγόν» ή σβήσιμο είναι άλλη μία μοναδική μορφή διαμαρτυρίας που χρησιμοποίησαν τον Σεπτέμβριο του 2002 οι αργεντινοί καταναλωτές για να ακυρώσουν τις αυξήσεις στο ρεύμα και σε άλλα κοινωνικά αγαθά κοινής ωφέλειας.

Έσβησαν ταυτόχρονα τα φώτα για ένα τέταρτο σε όλη τη χώρα! Τη βύθισαν στο σκοτάδι και ανάγκασαν κυβέρνηση και εταιρείες σε άτακτη υποχώρηση»

Καλή μας Χρονιά κορίτσια!

Νάρθουν καλύτερες μέρες και ν’ ανταμώνουμε!

Δημοσιεύτηκε στο blog  ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ :

Καλοτάξιδο…

Να ξεπεράσουμε τις θύελλες…


Γιάννης Σταύρου, Καλοτάξιδο, λάδι σε καμβά

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ο Έρωτας στα Χιόνια

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.

Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποῦ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας τοῦ χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

– Σεβτᾶς εἶν᾿ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβᾶς…- ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποῦ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».

Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.

Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατοῦκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ᾿ ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφός με καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλη κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.

Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.

Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μία φορὰ κ᾿ ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:

Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.

Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπάρμπα-Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοῦ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ᾿ ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.

Καὶ εἶχεν πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογοῦ. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπάρμπα-Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.

Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήση αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογοῦ, διὰ νὰ ξεχάση τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκα του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.

Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν᾿ ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσαν τῆς ν᾿ ἀλέθῃ, κ᾿ ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποῦ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποιητικὰς εἰκόνας.

– Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γέρο-Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο-Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν, εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν᾿ ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν᾿ ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινα χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς ἀγριελαίας εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Βαραντᾶ, ἐξέλιπον τὰ μύρτα ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ αἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο-Φερετζέλη.

Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ᾿ ἐμορμύριζεν:

– Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ᾿ ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ.

Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:

– K᾿ ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.

Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῆ, νὰ μὴν ὑποψάλη τὸ σύνηθες ᾆσμα του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον.

– Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν᾿ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.

Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν᾿ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. N᾿ ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοῦ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψη, νὰ τὰ ἀσπρίση, νὰ τὰ ἁγνίση!

Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.

Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ᾿ ἀνέπνεε πλέον.

Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.

Ηὖρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:

– Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…

Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.

Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.

– Ποιὸς εἶναι;

Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώση πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν᾿ ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;

Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.

– Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.

Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!

Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ᾿ εἰς τὸ πνεῦμα του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:

«Γειτόνισσα πολυλογοῦ, μακρύ-στενὸ σοκάκι!…»

Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.

– Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.

Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.

Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.

«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»

Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.

Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. K᾿ ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δυὸ πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.

Καὶ ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾿ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.

Το ΔΝΤ, διαβόητο για τις πολιτικές λεηλασίας του στον τρίτο κόσμο, τα μάζεψε και έφυγε από τη Λατινική Αμερική.  Τώρα κατασπαράσσει τα άκρα της Ευρώπης.  Θα το αφήσουμε αυτό να συμβεί;

Η Λόλα μας έστειλε την παρακάτω ανταπόκριση – αξίζει…

Εφημερίδα Dagens Nyheter
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΣΟΥΗΔΙΑ

Κάισα Έκις Έκμαν

Η Ελλάδα βυθίζεται όλο και περισσότερο στην οικονομική κρίση. Η Κάισα Έκις Έκμαν επισκέφτηκε μια παρεξηγημένη χώρα με ένα διερρηγμένο κοινωνικό συμβόλαιο, όπου όλοι συμφωνούν μεταξύ τους.
Πώς θα νιώθαμε αν όλα όσα μας ανήκαν πουλιόνταν για να ξεπληρώσουμε δάνεια από τα οποία δεν είδαμε ποτέ όφελος; Αν οι μισθοί μας μειώνονταν στο μισό και τα λεφτά πήγαιναν κατευθείαν σε ξένες τράπεζες;
Και αν εμείς, ενώ προετοιμαζόμασταν να ζήσουμε στο οριο διαβίωσης, ως επιστέγασμα όλων αποκαλούμασταν τεμπέληδες και κακομαθημένοι;  Αν κάποιος εξοικειωθεί με αυτή την κατάσταση, μπορεί να αποκτήσει μια ιδέα πώς είναι να είσαι Έλληνας αυτή τη στιγμή.
Έχω μόλις επιστρέψει από την Ελλάδα. Σε μία χώρα που βρίσκεται σε κρίση επικρατεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.  Μια καχεξία και απελπισία, αναμεμιγμένη με την πολιτική αφύπνιση που ακολουθεί μεγάλα γεγονότα και προκαλεί ευφορία.  Ξαφνικά, οι χαμηλοί μισθοί και η δυσκολία πληρωμής των λογαριασμών, από ατομικό πρόβλημα του καθενός, απέκτησαν κοινό πολιτικό περιεχόμενο.  Ορισμένοι σκέφτονται να μεταναστεύσουν.  Άλλοι να ρίξουν την κυβέρνηση.
Μια αναγκαία αντιασφυξιογόνα μάσκα κρέμεται σε πολλά σπίτια, ως ανάμνηση των διαδηλώσεων των 28 και 29 Ιούνη, οπότε το κοινοβούλιο υπερψήφισε το πακέτο στήριξης προς την Ελλάδα. Δ εν νομίζω ότι έχω βρεθεί παλιότερα σε χώρα όπου όλοι μα όλοι που συνάντησα να συμφωνούν.  Είναι όλοι αγανακτισμένοι με το ευρώ, με τη Γερμανία, με την κυβέρνησή τους και με τους εαυτούς τους που την ψήφισαν.  Ύστερα από μια βδομάδα στην Αθήνα, μπορώ να πω ότι αν ήμουν Ελληνίδα, θα ήμουν κι εγώ αγανακτισμένη.
Αυτά που μαθαίνουμε για την Ελλάδα από τις σουηδικές εφημερίδες είναι πάνω κάτω ότι οι Έλληνες δουλεύουν πολύ λίγο και αμείβονται πολύ καλά. Ο υπουργός Οικονομικών της χώρας μας, Άντρες Μπόρι, έχει δηλώσει ότι «οι Έλληνες βγαίνουν στη Σύνταξη στα 40». Στο άρθρο «Ερωτήσεις και Απαντήσεις για την Ελλάδα» της 17/6 στην Dagens Nyheter γραφόταν ότι οι μισθοί στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα».  Η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ έκανε έκκληση στους Έλληνες να δουλεύουν περισσότερο και να μην κάνουν τόσο πολύ καιρό διακοπές.  Όλα αυτά καρυκευμένα με τη συνηθισμένη μπούρδα περί ενός τεράστιου και μη αποτελεσματικού κράτους.  Τώρα θα αναλάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση και θα τους δανείσει ακόμα περισσότερα χρήματα, αυτό θα μπορούσε να βάλει σε μια τάξη τα πράγματα, άρα γιατί διαμαρτύρονται;
Τι τραγικός αχταρμάς παραπληροφόρησης!  Και τι τραγική έλλειψη αλληλεγγύης προς μία χώρα που οφείλουμε τώρα να υποστηρίξουμε!  Οι Έλληνες εργάζονται τις περισσότερες ώρες στην Ευρώπη – 42 ώρες τη βδομάδα σύμφωνα με τη Eurostat, την στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 803 ευρώ. Το πραγματικό όριο ηλικίας δεν είναι τα 40 χρόνια, όπως ισχυρίζεται ο Άντερς Μπόρι, αλλά τα 61,4.
Πρόκειται δηλαδή για έναν από τους πιο σκληρά εργαζόμενους και ταυτόχρονα πιο χαμηλά αμειβόμενους λαούς της Ευρώπης.  Όμως έχουν μια χώρα που εξαρτάται από τον τουρισμό και όχι από κάποια αμιγώς δικιά της μεγάλη παραγωγή. Και μια χώρα με ένα διερρηγμένο κοινωνικό συμβόλαιο. Όπου ο κόσμος δεν εμπιστεύεται το κράτος ενώ το κράτος δεν παρέχει στους πολίτες του ούτε τις βασικές κοινωνικές υπηρεσίες.  Και το οποίο, ως επιστέγασμα όλων, βρίσκεται στη θηλιά του ευρώ.
Κάθε εθνικό νόμισμα μπορεί να παρομοιαστεί με ενα ρούχο.  Κάθε χώρα φορούσε μέχρι πρότινος το ρούχο που της ταίριαζε.  Μπορούσε να το στενέψει και να το φαρδύνει αν ήταν ανάγκη.  Για παράδειγμα, μπορούσε να υποτιμήσει το νόμισμά της σε περίοδο κρίσης, ή να αυξομειώνει τα επιτόκια ανάλογα με τι ανάγκες της.  Όταν όμως εισήχθη το ευρώ, όλες οι χώρες επρεπε ξαφνικά να φορέσουν τα ίδια ρούχα.  Μόνο που τα μέτρα των ρούχων πάρθηκαν για να ταιριάζουν σε ορισμένες μόνο χώρες – όπως τη Γερμανία και τη Γαλλία.  Για άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα, το εν λόγω κουστούμι δεν ταίριαζε.
Η Ελλάδα κυβερνάται για δεκαετίες από δύο «δυναστείες» – τη συντηρητική Νέα Δημοκρατία και το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ, με δύο οικογένειες στην κορυφή, μία στο κάθε κόμμα.  Και οι δύο κυβερνήσεις έχουν πάρει μεγάλα δάνεια, αλλά λίγοι ξέρουν τι δρόμο πήραν τα χρήματα των δανείων.  Πολλά από αυτά έχουν εξαφανιστεί στη διαφθορά και σε σκοτεινά συμβόλαια. Λέγεται ότι η κατασκευή ενός δρόμου στην Ελλάδα κοστίζει πολύ περισσότερο απ’ ότι στις
υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς παρεμβάλλονται πάρα πολλοί μεσάζοντες. Ο λαός δεν θέλει να πληρώνει φόρους μιας και δεν παίρνει τίποτα ως ανταπόδοση από το κράτος.  Ένα μεγάλο μέρος των φορολογικών εσόδων πηγαίνει στη στήριξη μιας κρατικής γραφειοκρατίας που υπάρχει για να εξυπηρετεί μόνο τον εαυτό της.  Ταυτόχρονα οι βασικές κοινωνικές υπηρεσίες αποτελούν πονεμένη ιστορία για τον κόσμο.  Ένας ασθενής πρέπει να
πληρώσει φακελάκι στο γιατρό για να τον φροντίσει, ενώ οι Έλληνες μαθητές χρειάζονται ιδιαίτερα μαθήματα για να ανταποκριθούν στις σχολικές εξετάσεις.  Και μέσα σ’ όλα αυτά, ήρθε η οικονομική κρίση το 2008.  Η Ελλάδα, η οικονομία της οποίας εξαρτάται από τον τουρισμό, επλήγη ακόμα πιο σκληρά.
Υπό άλλες συνθήκες, η κυβέρνηση θα μπορούσε να υποτιμήσει το εθνικό νόμισμα για βγει η χώρα από την κρίση.  Όμως μετά την εισαγωγή του ευρώ, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.  Η Ελλάδα περιορίζεται από το κουστούμι της το οποίο δεν μπορεί να βγάλει.  Κι έτσι το κουστούμι καταστρέφεται – μόνο που αυτό δεν επιτρέπεται να συμβεί, καθώς το ίδιο φοράνε και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Είναι προτιμότερο λοιπόν να πετσοκοφτεί αυτός που το φοράει.
Αυτό ονομάζεται «εσωτερική υποτίμηση» και σημαίνει απλά ότι αντί να υποτιμηθεί η αξία του νομίσματος περικόπτεται το εισόδημα του λαού.  Κατ’ απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι Έλληνες κρατικοί γραφειοκράτες εβαλαν σε εφαρμογή ένα σχέδιο.  Οι μισθοί θα συμπιεστούν και μεγάλα τμήματα γης θα ιδιωτικοποιηθούν.  Παραλίες, αεροδρόμια, εθνικές οδοί και κατά το ήμισυ όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις θα ξεπουληθούν.
Στην πλατεία Συντάγματος κυκλοφορεί μια φήμη ότι η Ακρόπολη θα εξαγοραστεί από μια γερμανική εταιρεία.  Έμενα στο σπίτι κάποιων νέων που ανήκουν στη «γενιά των 700 ευρώ». Σύντομα θα μεταμορφωθούν στη «γενιά των 500 ευρώ».  Είναι στην ηλικία μου – 30 Χρονών και πάνω – όχι τόσο νέοι τελικά, όμως νιώθουν πιο νέοι απ’ ότι είναι καθώς ακόμα αναρωτιούνται τι θα κάνουν στο μέλλον.  Κανείς τους δεν έχει παιδιά.  Το να κάνουν παιδιά είναι κάτι αδιανόητο γι’ αυτούς.  Είναι μορφωμένοι, έχουν πολλά χρόνια πανεπιστημιακών σπουδών στο ενεργητικό τους, όμως  δουλεύουν ευκαιριακά ως διακοσμητές γάμων.  Ο ασφαλέστερος τρόπος να βρουν μια σταθερή δουλειά ήταν παλιότερα δια μέσου του κράτους, όμως αυτό πρόκειται τώρα να αλλάξει.  Η κατάσταση αυτή δεν είναι εντελώς άγνωστη.  Το ίδιο ισχύει για τη γενιά μας σε όλη την Ευρώπη.  Μόνο που στην Ελλάδα συμπιέζονται επιπλέον οι μισθοί μέχρι το κατώτερο όριο, με πρόσχημα την κρίση.
Στην πλατεία Συντάγματος διοργανώνεται κάθε απόγευμα συνέλευση.  Όταν βρέθηκα εκεί στα μέσα του Ιούλη, ο αρχικός ενθουσιασμός είχε κάπως υποχωρήσει.  Οι συμμετέχοντες δεν ήταν πια χιλιάδες, παρά εκατοντάδες.  Ο καθένας μπορούσε να πάρει το λόγο και να μιλήσει ενώ τα θέματα ήταν διάφορα: από προτάσεις για γενική απεργία μέχρι εκκλήσεις να μην κλέβονται αντικείμενα από τους συγκεντρωμένους στην πλατεία.  Ορισμένες ελληνικές λέξεις στριφογυρίζουν επίμονα στο μυαλό μου.  Μία από αυτές είναι ο «Ισημερινός», που σημαίνει Εκουαδόρ.  Ο πρόεδρος του Εκουαδόρ, Ραφαέλ Κορέα, ήταν ένας μεγάλος ήρωας για την πλατεία.  Τρεις στους τέσσερις Έλληνες επιθυμούν η Ελλάδα να ακολουθήσει το παράδειγμα του Εκουαδόρ και της Αργεντινής: να κηρύξει στάση πληρωμών του χρέους.  Ένας στους τέσσερις θέλει να φύγει η χώρα από το ευρώ.  Αυτό που πρέπει να καταλάβει κανείς είναι ότι οι Έλληνες δεν είναι εξοργισμένοι με ένα αναγκαίο κακό – παρά με ένα μη αναγκαίο κακό.
Το πακέτο στήριξης που δόθηκε στην Ελλάδα δεν επιλύει την κρίση, παρά αναγκάζει τη χώρα να βυθιστεί βαθύτερα σ’ αυτήν.  Αντί να γίνουν επενδύσεις στην ύπαιθρο, να φτιαχτεί κάποια παραγωγή που να μην βασίζεται στον τουρισμό, να χτιστεί κράτος πρόνοιας και να γεμίσει ο λαός αισιοδοξία, περικόπτονται τα εισοδήματα του κόσμου.
Το ΔΝΤ, διαβόητο για τις πολιτικές λεηλασίας του στον τρίτο κόσμο, τα μάζεψε και έφυγε από τη Λατινική Αμερική.  Τώρα κατασπαράσσει τα άκρα της Ευρώπης.  Θα το αφήσουμε αυτό να συμβεί;

Η είδηση από τη Λιάνα

——————————

Αυτό είναι δημοκρατικό και ευνομούμενο κράτος που σέβεται τους πολίτες του. Οι υποτίθεται ξυλοκόποι του βορά, οι «βάρβαροι» Ισλανδοί ορίστε τι έκαναν όταν βρέθηκαν σε παραπλήσια κατάσταση με την Ελλάδα:


 
Οι Ισλανδοί δεν αρκέστηκαν στα δάκρυα και την οργή. Απαίτησαν και πήραν απαντήσεις. Για το τι έφταιξε, ποιοι ευθύνονται και τι πρέπει να γίνει για να μην ξανασυμβεί παρόμοια κρίση. Μόλις 15 μήνες μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η εξεταστική επιτροπή που συνέστησε το Κοινοβούλιο από ανεξάρτητους ειδικούς έβγαλε πόρισμα 2.400 σελίδων, με το οποίο όχι μόνο καταλόγισε ευθύνες, αλλά και τις προσωποποίησε. Κατονομάζονται ο πρώην πρωθυπουργός Γκέιρ Χάαρντε, τρεις πρώην διοικητές της κεντρικής τράπεζας, υπουργοί, ενώ ποινικές ευθύνες καταλογίζονται σε στελέχη των τριών ιδιωτικών τραπεζών. Ήδη ο  εισαγγελέας έβγαλε διεθνή εντάλματα σύλληψης, καθώς πολλά  golden boys διέφυγαν στο εξωτερικό, κάνοντας μία μέρα πριν από  την εκδήλωση της κρίσης τεράστιες αναλήψεις από τους  λογαριασμούς τους. Τρεις συνελήφθησαν και κρατούνται. Η  κυβέρνηση έκανε μηνύσεις και ζητάει πίσω τα κλεμμένα. 

Η εξεταστική επιτροπή είχε στη διάθεσή της 80 υπαλλήλους, δικό  της προϋπολογισμό και δικαίωμα να ζητήσει ακόμη και να  κατασχέσειστοιχεία από κρατικές υπηρεσίες και ιδιώτες.Επίσης, ανεξάρτητη επιτροπή ετοιμάζει συστάσεις για να γίνουν  μεταρρυθμίσεις ώστε να αποφευχθεί παρόμοια κρίση στο μέλλον.  Στο πλαίσιο της διαφάνειας, αναρτήθηκε τον Απρίλιο στον  ιστότοπο της Βουλής (www.sic.athingi.is) το πλήρες κείμενο που η  κυβέρνηση ονομάζει «Έκθεση της αλήθειας» και οι Ισλανδοί  αποκαλούν «Μαύρο πόρισμα» καθώς και εκτεταμένη περίληψη  στα αγγλικά. Κανείς, ούτε καν οι κατηγορούμενοι, δεν  αμφισβήτησαν την αμεροληψία των συντακτών του πορίσματος. 

Το βράδυ της ανακοίνωσης 45 ηθοποιοί συγκεντρώθηκαν στο  Δημοτικό Θέατρο του Ρέικιαβικ και διάβασαν επί πέντε  συνεχόμενα 24ωρα, σε μια κατάμεστη αίθουσα, ολόκληρη την  έκθεση. Για τους περήφανους, πλην εξαπατημένους απογόνους  των Βίκινγκς, ήταν μια ομαδική ψυχανάλυση, μια διαδικασία  κάθαρσης.

Του Φαήλου Μ. Κρανιδιώτη*

Η απόγνωση κι αγανάκτηση των ανθρώπων είναι πλέον στα ύψη. Εδώ στο Μογκαντίσου του Παπουτσή, στα σύνορα της Λαχώρης που δημιούργησαν οι χαρωπές απόψεις του Καμίνη και οι ιδεοληπτικές δράσεις του Ραγκούση, άρχισε να κυλάει αίμα.

Οι φτωχοί και οι αδύναμοι την πληρώνουν. Γέροι, γυναίκες, έφηβοι, άνθρωποι που δεν μπορούν να φύγουν μακριά από το πρόβλημα, από τον πολυπολιτισμικό παράδεισο που δημιούργησε η πολιτική ορθότητα, η ανομία κι η ανοχή στα καθάρματα. Οι φραγκάτοι που ζουν στο Βόρεια ή κυριλέ Νότια Προάστια ή σε γειτονιές του Κολωνακίου που βρίθουν από φυλάκια, φρουρούς, κάμερες κλπ, δεν έχουν ανάγκη, δεν τους αφορούν όσα συμβαίνουν στον Τρίτο Κόσμο των απλών ανθρώπων. Κανείς δεν θα τους σφάξει σαν αρνιά στη γωνία. Δεν θα μείνει η γυναίκα τους σύξυλη και το παιδί τους ορφανό, πριν γεννηθεί. Κανείς δεν θα τους αρπάξει την τσάντα ενώ περπατάνε, πρώτον γιατί σπανίως περπατάνε κι αυτό πάντα συνοδεία, κι όταν περπατάνε δεν είναι ποτέ στις κακόφημες γειτονιές που ζει το μπας κλας πόπολο. Κι έτσι κι αλλιώς, την τσάντα τους την κρατάει άλλος, ο οποίος είναι και «σιδερωμένος». Άμα σε φυλάνε πιστόλια, οι μαχαιροβγάλτες μένουν μακριά κι αλάργα.

Όμως, ο τόπος αυτός έχει Αφέντη κι είναι ο Έλληνας. Φιλόξενος, αφέντης, κιμπάρης αλλά Αφέντης στον τόπο του και το σπιτικό του. Όποιος έρχεται είναι φιλοξενούμενος κι όχι μπάστακας, ούτε εγγράφει δικαιώματα χρησικτησίας. Όποιος έρχεται θα έρχεται νόμιμα, θα σέβεται τον τόπο και τον τρόπο μας, τους νόμους μας και τον πολιτισμό μας. Θα σέβεται την περιουσία μας και τα μνημεία μας, τις γυναίκες, τις μανάδες και τις κόρες μας. Στις χώρες από τις οποίες έρχονται πολλοί από τους παραβατικούς «μουσαφιραίους» μας, αν κάνουν αυτά που κάνουν εδώ, τους κόβουν το χέρι, το κεφάλι, τους κρεμάνε, τους ντουφεκάνε σαν τις μπεκάτσες. Με διαδικασίες συνοπτικές, οι οποίες απολαμβάνουν μάλιστα της γενικής αποδοχής και με παλλαϊκή συμμετοχή της παγκόσμιας σέχτας, στην οποία ανήκουν. Λιθοβολούν γυναίκες, κόβουν χέρια, κάνουν κλειτοριδεκτομές με κονσερβοκούτια κι αγκάθια. Ωραία πράγματα.

Εμείς δεν κάνουμε τέτοια. Είμαστε φωνακλάδες κι οργίλοι αλλά ούτε κατά διάνοια θα μπορούσαμε να εισάγουμε τέτοια βαρβαρότητα. Έχουμε όμως Νόμους. Βασισμένους σε άλλες παραδόσεις, ελληνορωμαϊκές. Δεν λιθοβολούμε, ούτε ακρωτηριάζουμε μέλη. Το χειρότερο που μπορείς να πάθεις είναι ισόβια, που τελικά είναι το πολύ εικοσιπέντε χρόνια, ό,τι κι αν κάνεις και πρέπει να προσπαθήσεις πολύ για να το πάθεις αφού περάσεις ανακριτή, δυο βαθμούς δικαιοδοσίας κι αναιρετική διαδικασία. Ούτε καταναγκαστική εργασία δεν έχουμε. Αντιθέτως η εργασία είναι προνόμιο με ευεργετικές συνέπειες για τον χρόνο κράτησης σου.

Όσο οι κρίση θα βαθαίνει, όσο τα σύνορα μας θα είναι τρύπια κι οι ισλαμοφασίστες του τουρκικού καθεστώτος θα σπρώχνουν προς τα εδώ ατιμώρητα του κόσμου τους παρίες, τόσο θα ξεπέφτει η καθημερινή ζωή μας. Τόσο θα κυλάει το αίμα αθώων ανθρώπων κι οι ιδεοληπτικοί τουρίστες που μας κυβερνούν, θα χάσκουν. Ευτυχώς, απ’ ότι φαίνεται, θα πακετάρουν σύντομα. Θα μαζέψουν την αδιαφορία τους και τις αγκυλώσεις τους, την «πολιτική ορθότητα» τους και τον κάλπικο διεθνισμό τους και θα απέλθουν εξευτελισμένοι, αν όχι και κυνηγημένοι. Η ηγεσία που έρχεται θα κάνει την μεγαλύτερη κι απλούστερη επανάσταση: θα εφαρμόσει τους νόμους. Το οφείλει. Άτεγκτα.

Η αποκατάσταση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας είναι η πιο φτηνή μεταρρυθμιστική πολιτική με την πιο άμεση επίδραση στην ποιότητα ζωής των πολιτών.

* απόσπασμα από άρθρο που δημοσιεύεται στη  “Δημοκρατία” της 11-5-2011