Μια εκδήλωση που δεν πρέπει να χάσουμε…

Γιά όσους κατοικούν στη Θεσσαλονίκη ή πρόκειται να ταξιδέψουν…


Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη των χρωμάτων, λάδι σε καμβά

Την Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010, ώρα 19.00 το απόγευμα,

στον ΙΑΝΟ (Αριστοτέλους 7),

ο Χρήστος Γιανναράς παρουσιάζει το βιβλίο του

«Κατά κεφαλήν καλλιέργεια (η αντίσταση στην παρακμή)»,

εκδόσεις IANOS.

Η ελλαδική κοινωνία βυθίζεται ακάθεκτα σε εφιαλτική παρακμή. Κάθε χρόνο τα συμπτώματα μοιάζουν με σταθερά βήματα καθόδου «στου κακού τη σκάλα»: Διεφθαρμένη κομματοκρατία, κατάλυση του έννομου κράτους, ασύδοτη φαυλότητα, εξευτελιστικός ενδοτισμός, οικονομική χρεωκοπία, διακηρυγμένη από τον πρωθυπουργό απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας.

Η ευθυβολία των προγνώσεων στις σελίδες αυτού του βιβλίου δικαιώνει απλώς την κοινή λογική.

Και δείχνει ρεαλιστικά τη μόνη οδό σωτηρίας, σήμερα ατομική οδό, κάποτε (ίσως) συλλογική: Στοχεύσεις πέρα από την ενστικτώδη ιδιοτέλεια, την καταναλωτική βουλιμία…

Το αδιέξοδό μας…

11 Ιουλίου, 2010

Ένα καράβι Καίσαρ να μας πάρει – όπως έλεγε ο Νίκος Καββαδίας…


Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα II, λάδι σε καμβά

Σε πλήρες και σκοτεινό αδιέξοδο μας οδήγησε η κομματοκρατία…

Δυστυχώς με την ανοχή μας…

Το μέλλον, τουλάχιστον το άμεσο, χειρότερο από το σήμερα…

Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το τελευταίο άρθρο του Χρήστου Γιανναρά στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ:

Δύο οι ευνοημένοι της ιστορίας

Tου Χρηστου Γιανναρα

……………….

Στην Ελλάδα την αυτοπροστασία του το σύνταγμα (την επαγρύπνηση και τον έλεγχο για τη συνεπή τήρηση των διατάξεών του) την ταυτίζει με τον «πατριωτισμό των Ελλήνων», δεν την εμπιστεύεται στον «πατριωτισμό των κομμάτων» (που είναι σχήμα οξύμωρο, αφού τα κόμματα εκφράζουν συμφέροντα ταξικά, συντεχνιακά, επαγγελματικές επιδιώξεις εξουσίας). Αν ένα κόμμα παραβιάζει ή αθετεί αρχές ή διατάξεις του συντάγματος, το σύνταγμα επιτάσσει να αντιδράσει ο πατριωτισμός του λαού για να προστατεύσει τη δημοκρατία.

Να αντιδράσει πώς ο λαός; Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες προβλέπεται Συνταγματικό Δικαστήριο, στο οποίο μπορεί να προσφύγει ο κάθε πολίτης καταγγέλλοντας παραβιάσεις του συντάγματος από κάποιο κόμμα. Το Συνταγματικό Δικαστήριο προστατεύει το σύνταγμα από τις αυθαιρεσίες και την ιδιοτέλεια των κομμάτων είτε μετά από καταγγελία είτε και αυτεπαγγέλτως. Στην Ελλάδα αυτόν τον ρόλο του Συνταγματικού Δικαστηρίου τον αναλάμβαναν κάποτε, αυτόκλητοι, κάποιοι εύτολμοι ή ολίγον ψυχοπαθείς αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων. Γι’ αυτό και τα κόμματα φρόντισαν, ώστε «κατάλυση της δημοκρατίας» να θεωρείται (θεσμικά) η παραβίαση άρθρων του συντάγματος από οποιονδήποτε άλλον εκτός από τα κόμματα. Εχουν επιβάλει (θεσμικά) την ψευδαίσθηση ότι η δημοκρατία απειλείται μόνο από εξωκομματικούς παράγοντες, ποτέ από κόμμα ή κόμματα.

Το σύνταγμα στην κοινοβουλευτική δημοκρατία προβλέπει και «φύλακες» της νομιμότητας, ένοπλους κοινωνικούς λειτουργούς (αστυνομία, στρατό) επιφορτισμένους επαγγελματικά με το χρέος να επιβάλλουν την τήρηση του συντάγματος και των νόμων. Για να αποφεύγεται η παράχρηση αυτού του λειτουργήματος (οι ιδιοτελείς εξουσιαστικές παρεκτροπές των ενόπλων κοινωνικών λειτουργών), το σύνταγμα απαιτεί τον απόλυτο έλεγχο των «φυλάκων» της νομιμότητας από την εκάστοτε εκλεγμένη (κομματική) κυβέρνηση.

Ετσι το τελικό (και πρακτικό) ερώτημα στο οποίο οδηγεί ο προβληματιμός για την προστασία του συντάγματος και της δημοκρατίας, είναι: Οταν οι κομματικοί άρχοντες καταλύουν τη συνταγματική νομιμότητα ή ανέχονται αδρανώς την κατάλυσή της, ποιος θα δώσει την εντολή στους ένοπλους φύλακες να την προστατεύσουν; Οταν κάποιο κόμμα ή κάποια κόμματα ή οι συνδικαλιστικές «ειδικές δυνάμεις» των κομματικών συμφερόντων παραβιάζουν απροσχημάτιστα το σύνταγμα και τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις λειτουργίας της δημοκρατίας, ενώ η κυβέρνηση αντιτάσσει λαϊκίστικη ανοχή και μεγαθυμία, ποιος θα δώσει εντολή στην αστυνομια και στον στρατό να πατάξουν τους βασανιστές του λαϊκού σώματος; Είναι αυτονόητο να αυτοχειριάζεται η κοινοβουλευτική δημοκρατία, η ελευθερία μιας κοινωνίας πολιτών, για χάρη της εξουσιολαγνείας των κομματικών συντεχνιών;

………….

Τα κόμματα αποφεύγουν τη σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου, γιατί χωρίς αυτό «έχουν και το μαχαίρι και το πεπόνι». Για τον ίδιο λόγο έχουν ευνουχίσει την αστυνομία και ούτε διανοούνται να προστατέψουν το σύνταγμα κατεβάζοντας στρατό απέναντι στον θρασύτατο φασισμό. Είναι συντεχνίες συμφερόντων τα κόμματα, πεδία διαπλοκής των οικονομικά ισχυρών με τους ψυχοπαθολογικά εξουσιολάγνους.

Τα κόμματα φτιάχνουν το σύνταγμα, με κάθε «αναθεώρηση» μετασχηματίζουν τα συντεχνιακά τους συμφέροντα σε συνταγματικές επιταγές. Η Συντακτική Εθνοσυνέλευση μένει θολή ιστορική ανάμνηση, άσαρκη ιδέα, μακρινή, χαμένη σε βάθος χρόνου. Ρομαντικό παραμύθι η αδιαμεσολάβητη λαϊκή βούληση, το κράτος-του-δήμου, το σύνταγμα που θεσμοθετεί φραγμούς στην ιδιοτέλεια των κομμάτων, στα κοινωνικά εγκλήματα των κομμάτων.

Ολο και πιο ασφυκτικά αποκλείεται η δυνατότητα να εκφραστεί ενεργά η λαϊκή βούληση, η ανάγκη, η ελπίδα. Ακόμα και με τρία εκατομμύρια υπογραφές δεν έχει ο λαός το δικαίωμα να ζητήσει δημοψήφισμα. Τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον εκλέγουν τα κόμματα, γυμνωμένον από κάθε αρμοδιότητα, να διακοσμεί την κομματική αυθαιρεσία. Κάθε κομματική κυβέρνηση εκλέγει δικό της πρόεδρο της Βουλής, δικούς της προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων και αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων. Επιβάλλει δεκάδες χιλιάδες κομματικούς εγκαθέτους στον κρατικό μηχανισμό και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Τα κόμματα χειραγωγούν την τοπικκή αυτοδιοίκηση (με τον «Καλλικράτη» εξαλείφονται και οι ελάχιστες εξαιρέσεις). Δημοτικά και νομαρχιακά συμβούλια, γενικές συνελεύσεις πανεπιστημιακών Τμημάτων, επιστημονικών εταιρειών, συνδικαλιστικών σωματείων και ομοσπονδιών, όλες απαρέγκλιτα οι μορφές συλλογικότητας, συγκροτούνται από κομματικούς εκπροσώπους, αποβλέπουν κατά προτεραιότητα στην προώθηση των κομματικών συμφερόντων.

Μόνο στον τύπο της μεσαιωνικής «απόλυτης μοναρχίας» θα βρούμε το ιστορικό ανάλογο του καθεστώτος της κομματοκρατίας που δυναστεύει την Ελλάδα σήμερα – τέτοιαν απογύμνωση του λαού από πολιτικά δικαιώματα. Μας επιτρέπουν ακόμα την ψήφο, επειδή μπορούν άνετα να την υποκλέπτουν, να παραμυθιάζουν τους αφελείς και να μαγειρεύουν τους εκλογικούς νόμους. Και τώρα επιβάλλουν στην απεγνωσμένη φτωχολογιά και τον εξευτελισμό, τον πανικό της πείνας, για να πληρώσουν τα θύματα τις τερατώδεις σπατάλες τριάντα χρόνων κομματοκρατίας.

Στα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων, δύο μόνο άνθρωποι έχουν σήμερα το απίστευτο προνόμιο να μπορούν, ο καθένας από μόνος του, να αντιστρέψουν την πορεία του τόπου: να καταλύσουν την κομματοκρατία, να οδηγήσουν τη χώρα σε Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Ο πρωθυπουργός, συγκροτώντας κυβέρνηση προσωπικοτήτων. ΄Η ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παζαρεύοντας την παραίτησή του με τον ίδιο στόχο.

Τα πλοία είναι θλιμμένα στο ελληνικό λιμάνι…


Γιάννης Σταύρου, Πρωϊνό στο λιμάνι, λάδι σε καμβά

§

Σπάνια άρθρο μας έχει εκφράσει τόσο πολύ!

Αυτή είναι ακριβώς η κατάσταση στη σημερινή Ελλάδα…

Και κάποιος επιτέλους πρέπει να ορθώσει το ανάστημα του…

§

«Χαλασοχώρηδες»: μονά-ζυγά δικά τους

του Χρήστου Γιανναρά

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20-6-2010

Μοιάζει απειλητικά δυσοίωνο: Ακόμα και με δεδομένη την κατάρρευση, με τη χώρα να επιτροπεύεται, να έχει ανταλλάξει την εθνική κυριαρχία με δανεικά, ακόμα και τώρα, είναι αδύνατο να βρούμε κοινή γλώσσα συνεννόησης.

Τα κόμματα συνεχίζουν τον σκυλοκαβγά, όπως και χθες και πάντοτε, για φτηνές σκοπιμότητες ιδιοτέλειας. Οι συνδικαλιστές, με αρρωστημένη πώρωση, ιλιγγιώδη ασυνειδησία, εντείνουν στο έπακρο τον εκβιασμό για εξωπραγματικές διεκδικήσεις. Δημοσιογράφοι, κανάλια και ραδιόφωνα πουλάνε σκόπιμο κερδοφόρο πανικό ή βλακώδες ψυχολογικό νταϊλίκι. Πανεπιστημιακοί και λόγιοι στο παλκοσένικο της δημοσιότητας αναμηρυκάζουμε τα ίδια, δεκαετίες τώρα, άσπερμα και στείρα κλισέ επιπόλαιων, σχηματικών ερμηνειών της «κρίσης», μόνο για να δικαιολογήσουμε τον αυτευνουχισμό ή την υποταγή μας στην ημιμόρφωση, αν όχι σε συμφέροντα.

Λόγος ικανός να χαλινώσει το χάος της ασυνεννοησίας, δεν υπάρχει. Ούτε ήθος επαρκές, στον χώρο υψηλόβαθμων κρατικών λειτουργών ή εξωκομματικών με δημόσια αναγνώριση προσωπικοτήτων, για να διακινδυνεύσουν πρωτοβουλίες αναζήτησης κοινής γλώσσας, κοινής συνεννόησης για το πρακτέο. Να χαρακτηρίσουμε το φαινόμενο σαν γενική ηθική έκπτωση, δεν βοηθάει σε τίποτα – η καταφυγή στην ηθικολογία διευκολύνει μόνο την αποφυγή έμπρακτης ανάληψης ευθυνών και δράσης.

Ακόμα και οι μάζες οι πιο εξηλιθιωμένες από τον τζόγο, την «ποδοσφαιροφιλία», τα «εκδημοκρατισμένα» σχολειά, τον κρετινισμό της εμπορικής τηλεόρασης, ακόμα και αυτές, μπορούν από ένστικτο να ξεχωρίσουν την ειλικρίνεια από την ιδιοτέλεια. Καταλαβαίνουν ότι υπάρχουν λόγια του αέρα και λόγια που γεννάνε πράξη. Οπως υπάρχει και πράξη που πρέπει να προηγηθεί για να εγγυηθεί την αξιοπιστία του λόγου. Ομως, αυτά που όλοι τα καταλαβαίνουν από ένστικτο, είναι αδύνατο να τα αντιληφθούν οι ψυχικά χαλασμένοι (και χαλασοχώρηδες) επαγγελματίες της πολιτικής. Γι’ αυτό και χρειαζόμαστε τόσο πολύ τον λόγο αδέσμευτων στα κομματικά πολιτών, να θυμίζει ή να απαιτεί τα όσα οι εξουσιαστές μας οφείλουν να καταλαβαίνουν.

Είναι παραφροσύνη σκέτη, οι υπαίτιοι και αυτουργοί της οικονομικής χρεοκοπίας, της σπατάλης και κλοπής του κοινωνικού χρήματος, να τιμωρούν για τα δικά τους εγκλήματα τους αναίτιους, τα θύματα. Να ξεκινάνε περιορισμό των δημόσιων δαπανών με περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, τρελές αυξήσεις των έμμεσων φόρων που συντρίβουν τη φτωχολογιά, περικοπές του «κοινωνικού κράτους». Να μην διανοούνται, οι αχρείοι, να θίξουν τις δικές τους εξωφρενικές «αποζημιώσεις», τους πακτωλούς των κρατικών επιχορηγήσεων που οι ίδιοι έχουν αποφασίσει για τις συντεχνίες τους, το ασύδοτο χρήμα που ρέει στους κομματανθρώπους των κρατικών εταιρειών, της καμαρίλας τους.

Ο απελπιστικά ολίγιστος πρωθυπουργός μας δεν καταλαβαίνει (δεν έχει τις προϋποθέσεις για να καταλάβει) ότι μένοντας αμετανόητος για τις ενοχές που βαρύνουν το κόμμα του (και τον ίδιο ως άλλοτε υπουργό και προβεβλημένο «στέλεχος») μένει σε όλα αναξιόπιστος. Οσα λόγια – φούμαρα κι αν του γράφουν για να παπαγαλίζει, η αναξιοπιστία του δεν αναιρείται. Το ίδιο περίπου ισχύει και για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης: Μας εμπαίζει προκλητικά, όταν εκφέρει γνώμες και προτάσεις για «ανάκαμψη» περιστοιχιζόμενος ή εκπροσωπούμενος από φιγούρες της πιο εξοργιστικής ανικανότητας, ολιγόνοιας, πιθανόν και φαυλότητας, που υποστήκαμε στην εγκληματική κυβερνητική πενταετία του κόμματός του. Αν δεν τολμάει ή δεν μπορεί να βάλει νυστέρι στο σάπιο και απονεκρωμένο κόμμα του, πώς να τον εμπιστευθούμε να διαχειριστεί (ή να έχει γνώμη) για την εθνεγερσία που χρειαζόμαστε;

Αν εμείς, το λαϊκό σώμα, ξέρουμε τι θέλουμε, τότε διευκολύνουμε τις διεργασίες για να καρπίσει το αίτημά μας. Να ξέρουμε, λοιπόν, με κριτικό έλεγχο της βεβαιότητάς μας, ότι ένας (και μόνο) ενεργός πολίτης, με ηγετικό χάρισμα και ανιδιοτέλεια, θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν καταλύτης για να αναχαιτιστεί η παντοδαπή χρεοκοπία μας, να μεταστραφεί σε δημιουργική, καινοτόμο ανάκαμψη. Αρκεί ο λόγος του να βεβαιώνει την ανιδιοτέλεια, τον πόνο και καϋμό για την κοινωνία και την πατρίδα, αλλά και το ταλέντο του. Και να συμπέσει με διεγερμένη, για την υποδοχή τέτοιου λόγου, κοινωνική ετοιμότητα. Το διακηρύττουν και οι πιο στυγνοί τεχνοκράτες οικονομολόγοι: η οικονομία (όπως κάθε έκφανση κοινωνικής δυναμικής) είναι, σε μέγιστο ποσοστό, συνάρτηση του κοινωνικού «κλίματος», της κοινωνικής ψυχολογίας.

Δεν περιμένουμε από μηχανής μεσία, αλλά ούτε είναι παραπλανητικό ή εφησυχασμός να πούμε ότι κάποιος χρειάζεται να εμπνεύσει τους πολίτες, να τους μεταγγίσει πείσμα και ελπίδα. Να τους ξεσηκώσει όπως σε δίκαιο πόλεμο, σε λαϊκή αυτοάμυνα. Να τους μπολιάσει με την περηφάνια της αντίστασης, να τους συνεγείρει στη χαρά της δημιουργίας, σε όραμα συλλογικού κατορθώματος. Δεν υπάρχει κοινωνία, οσοδήποτε εκφαυλισμένη, σαπισμένη, αποβλακωμένη, που ένας ταλαντούχος ηγέτης να μην μπορεί να την αναστήσει – το πέτυχε ακόμα και η πεθαμένη Ρωσία του αλητήριου Γιέλτσιν μόλις εμφανίστηκε ο Πούτιν, το πέτυχε με τον Ερντογάν η Τουρκία φτασμένη στον βυθό της «Εργκένεκον» και του «Σουσουρλούκ».

Σίγουρα η ανάκαμψη μόνο συλλογικό κατόρθωμα μπορεί να είναι, επίτευγμα κοινωνικό, των πολλών. Αλλά κάποιος πρέπει να πείσει τους πολλούς ότι μπορούν. Μπορούν να ξανακερδίσουν τη λεηλατημένη από ανάξιους και ανίκανους πολιτικάντηδες ζωή τους, να ξανακερδίσουν την αξιοπρέπεια του κοινού τους ονόματος. Να ξαναστήσουν κράτος από την αρχή, καινούργιους θεσμούς, κοινωνικά οράματα, στόχους πολιτισμού. Να τους πείσει ο ένας, ο ταλαντούχος στην πράξη. Στην πράξη που εγγυάται την αξιοπιστία του λόγου.

Για μία και μόνη φορά, σε αυτή την πολύ κρίσιμη (για όλους, δίχως εξαίρεση) ώρα, ας γινόταν να σιωπήσουν οι «εξυπνάδες», ο μηδενιστικός αρνητισμός, η επαγγελματική, χρυσαμειβόμενη αρνησιπατρία, ο «προοδευτικός» χλευασμός κάθε ιερού και όσιου, η «δημοσιογραφία» και τηλεοπτική «ενημέρωση» που επιμένει να σκυλεύει το τυμπανιαίο και οδωδός κουφάρι της πατρίδας. Οχι να αλλάξουν οι άνθρωποι, να μεταμεληθούν, να μεταστραφούν από οδού πονηράς – αυτά δεν γίνονται. Μόνο να σιωπήσουν, απλά και μόνο, ώσπου να περάσει το κακό.

Μήπως και, αν ανασταλούν προς ώρας ο αλαζονικός αρνητισμός, οι συμπλεγματικοί κρωγμοί της αρνησιπατρίας, οι ακκισμοί της επηρμένης ιδιοτέλειας, ξεμυτίσει ο αξιόπιστος λόγος. Και καταφέρουμε να τον αφουγκραστούμε.

port-turquoise

Γιάννης Σταύρου, Θερμαϊκός, λάδι σε καμβά

Το καλύτερο κείμενο στον τύπο σ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου των ευροεκλογών, το διαβάσαμε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 10-5-2009:

* Ψήφο αντίστασης στην ισοπέδωση

Του Χρηστου Γιανναρα

Η ελληνική κοινωνία εμφανίζει μια σχιζοειδή ποιοτική ανομοιότητα των μελών της. Δεν πρόκειται για έκπληξη, δεν θα μπορούσε η Ελλάδα να αποτελεί εξαίρεση: Κάθε κοινωνία ανθρώπων έχει μια μερίδα καλλιεργημένων, συνετών, ασκημένων στην κριτική σκέψη ατόμων, και ταυτόχρονα τη μερίδα των μειονεκτικών σε ποιοτικά προσόντα και καλλιέργεια, μιαν υπανάπτυκτη μερίδα.

Παντού και πάντοτε η ομαλή λειτουργία του συλλογικού βίου εξαρτάται από την ποσοτική ισορροπία των δύο πληθυσμικών ομάδων και (κυρίως) από τα ποσοστά μετοχής τους στη διαχείριση των κοινών. Παντού και πάντοτε οι θεσμοποιημένες λειτουργίες διάκρισης ποιοτήτων και αξιοκρατικής ιεράρχησης ευθυνών είναι αυτονόητες, γιατί επιβάλλονται από την ανάγκη. Η ζωή όλων λειτουργεί ευχερέστερα, όταν σε οποιοδήποτε κοινωνικό λειτούργημα κρίνεται θεσμικά, καταξιώνεται και έχει προβάδισμα ο ευφυής και όχι ο βραδύνους, ο εργατικός και όχι ο ράθυμος, ο ανιδιοτελής και όχι ο παραδόπιστος.

Εξαρτάται η ομαλή λειτουργία του συλλογικού βίου και από τη δυναμική των θεσμών που αποβλέπουν στη συνεχή μείωση της υπανάπτυκτης και μειονεκτικής μερίδας του πληθυσμού, στον συνεχή περιορισμό των επιρροών της στη δημόσια ζωή. Εχει καίρια σημασία για την κοινωνική ομαλότητα η δυναμική του εκπαιδευτικού συστήματος, η δυναμική του θεσμοποιημένου κοινωνικού ελέγχου των ΜΜΕ, η αξιοκρατία στη διοίκηση.

Στην Ελλάδα, πριν από είκοσι οχτώ χρόνια, το ΠΑΣΟΚ ανέτρεψε ευχερέστατα και τις τρεις αυτές προϋποθέσεις κοινωνικής ομαλότητας – και μάλιστα με την καύχηση ότι έτσι επέφερε ποθούμενο «κοινωνικό μετασχηματισμό»: Με τη λογική των εμπορευματοποιημένων μεθόδων πλύσης εγκεφάλου των μαζών, οι κάπηλοι του σοσιαλισμού κολάκεψαν την υπανάπτυκτη σε απαιτήσεις ποιότητας κοινωνική μερίδα, της παραχώρησαν εξωφρενικές προνομίες που εξυπηρετούσαν (τελικά και μεθοδικά) την επιβολή στυγνού κομματικού κράτους. Εξουδετέρωσαν και ευτέλισαν τους θεσμούς ανάσχεσης της υπανάπτυξης: το σχολειό, το πανεπιστήμιο, την πληροφόρηση και ψυχαγωγία, κάθε λειτουργία πειθαρχικού ελέγχου και αξιολόγησης ποιοτήτων σε οποιαδήποτε πτυχή του δημόσιου βίου.

Σε αυτή τη στρατηγική του ΠΑΣΟΚ, το αντίπαλο «κόμμα εξουσίας», η Νέα Δημοκρατία, είδε μόνο μια συνταγή εκλογικής επιτυχίας και προσπάθησε να τη μιμηθεί ατυχέστατα. Το αποτέλεσμα της μίμησης ήταν η «παρένθεση» Μητσοτάκη, που ξανάφερε στην εξουσία τον πολιτικά τελειωμένο το 1989 Ανδρέα. Και η τρέχουσα, ακόμα σήμερα, «παρένθεση» Καραμανλή του νεότερου, που επίσης κατόρθωσε να κάνει πολιτικά υπαρκτό τον θλιβερά ανύπαρκτο επίγονο Παπανδρέου.

Οι επιπτώσεις αυτής της δικομματικής εξαχρείωσης είναι δραματικές, η χώρα έχει φτάσει κυριολεκτικά στο χείλος εφιαλτικών ενδεχομένων. Αλλά τη διαχείριση της ευθύνης για τα κοινά και για το μέλλον μας την έχει πια η κοινωνική μερίδα που μειονεκτεί σε ποιότητα και καλλιέργεια, η υπανάπτυκτη μερίδα. Η οποία και έχει χάσει κάθε σεμνότητα ρεαλιστικής μετριοφροσύνης, κάθε επίγνωση ανεπάρκειας, κάθε συνείδηση ότι χρειάζεται (λειτουργικά, χρηστικά) τους ικανούς, τους αποτελεσματικούς, τους ανιδιοτελείς, τους υπέρτερους σε καλλιέργεια. Σπιθαμιαία αναστήματα, καιροσκόποι ανατριχιαστικής ανικανότητας νομίζουν ότι θα μπορέσουν να αναχαιτίσουν την τρομακτική κατρακύλα της χώρας: Τον εγκληματικής αφροσύνης υπερδανεισμό, τη συρρικνωμένη στο έπακρο παραγωγικότητα, την ανεξέλεγκτη βία και τον συνδικαλισμένο τραμπουκισμό, την υπαλληλοποίηση και τον κομματισμό στην άμυνα.

Η μερίδα των καλλιεργημένων, συνετών, ασκημένων στην κριτική σκέψη πολιτών, ήταν πάντοτε μειοψηφία. Αλλά λειτουργούσαν θεσμοί αξιολόγησης, έστω ανάπηροι, που έσωζαν τον ηγετικό ρόλο αυτής της μερίδας. Παρ’ όλο τον μεταπρατισμό, την καθυστέρηση και τις περιπέτειες που συνόδευαν από γεννησιμιού του το ελλαδικό κρατίδιο, ήταν αδιανόητο να δημηγορεί ένας πολιτικός με σολοικισμούς και δίχως αξιοπρεπή ενδυμασία, αυτονόητο να απολύεται δημοσιογράφος ή «διορθωτής» σε εφημερίδα αν του ξέφευγε σοβαρό λάθος, ορθογραφικό ή συντακτικό. Υπήρχε κοινή συνείδηση ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει η ζωή, οι ανθρώπινες σχέσεις, το κράτος, να κατορθωθεί παραγωγικότητα, πλούτος, ευπρέπεια τρόπων συμπεριφοράς, δίχως προβάδισμα ευθύνης των πεπαιδευμένων, των καλλιεργημένων.

Στα τελευταία τριάντα χρόνια, τα δύο «κόμματα εξουσίας» ευνούχισαν την κοινή γνώμη κολακεύοντας τις άκριτες, ενστικτώδεις προτιμήσεις της, στοχεύοντας αποκλειστικά και μόνο στον εντυπωσιασμό της, στην ανάγκη της για «αναγνωρισιμότητα» των μπροστάρηδων. Επικεφαλής ευρωψηφοδελτίων τοποθετήθηκαν λαϊκές τραγουδίστριες, σε υπουργικούς θώκους αναβιβάστηκαν δημοσιογραφικές μετριότητες, προπονητές αθλητικών ομάδων, ηθοποιοί πρωταγωνιστές σε σίριαλ και συντονιστές τηλεοπτικών συζητήσεων. Ακόμα και καλαθοσφαιριστές έγιναν δήμαρχοι, εκφωνητές ραδιοφωνικών μεταδόσεων του ποδοσφαίρου στάλθηκαν στο Ευρωκοινοβούλιο να εκπροσωπήσουν τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια πολιτισμού των Ελλήνων.

Οποιος μιλάει για ανάγκη, χρηστική, ρεαλιστική ανάγκη, να έχει προβάδισμα η ανθρώπινη ποιότητα, προπηλακίζεται σαν «ρατσιστής». Η λοιμική του λαϊκισμού έχει αποσαθρώσει την ελληνική κοινωνία, έχει ακυρώσει κάθε ελπίδα ανάκαμψης. Το μικρόβιο έχει μεταδοθεί και στη διασπορά, το εκτόπλασμα του ΠΑΣΟΚ που λέγεται ΣΑΕ έχει μπολιάσει πλήθος σεμνών άλλοτε βιοπαλαιστών της αποδημίας με επιθετική «παντογνωσία», αξιώσεις αυθεντίας στην ελληνική Ιστορία και πολιτική. Με χαμένη τη σεμνότητα της αυτογνωσίας, οι συζητήσεις μεταξύ Ελλήνων, στην Ελλάδα ή στη διασπορά, γίνονται όλο και πιο αποκαλυπτικές ανήκεστης υπανάπτυξης, βαλκανικής επαρχιωτίλας.

Η περίπτωση της Ελλάδας είναι από τις πιο ευδιάκριτες αφορμές δυσφορίας ευρωπαϊκών δυνάμεων που βλέπουν τον ρόλο τους στο διεθνές πεδίο να παγιδεύεται στην ελεήμονα στήριξη καλομαθημένων ράθυμων συν–εταίρων. Τα συμφέροντα της Γερμανίας, λ.χ., σαφώς θα απαιτούσαν την αποχώρησή της από την ασήμαντη πολιτικά στις διεθνείς σχέσεις Ε.Ε. και τη σύμπραξή της με τη Ρωσία για συνασπισμό αποφασιστικής στην παγκόσμια σκακιέρα ισχύος. Που σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να βρεθούμε χωρίς επαναπαυτική ομπρέλα προστασίας, μόνοι, με τον εγκληματικής αφροσύνης υπερδανεισμό μας, τη συρρικνωμένη στο έπακρο παραγωγικότητά μας.

Και η κωμικά αφασική εξωτερική μας πολιτική να πρέπει να ανταγωνιστεί τη σοβαρότητα και ιδιοφυΐα της αυτοκρατορικής πολιτικής ενός Αχμέτ Νταβούτογλου.