Ένα καλό κείμενο

6 Φεβρουαρίου, 2012

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ

    Του Σαράντου Καργάκου

Ιστορικού – Συγγραφέως

     Απέφευγα για λόγους προσωπικής ευαισθησίας (έχουμε κι εμείς βέβαια τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα μας!) ν’ αναφερθώ στο περιβόητο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Ήμουν εξήμισυ ετών όταν ανήμερα σχεδόν του Αγίου Νικολάου του 1943 οι Γερμανοί πηγαίνανε για σκοτωμό τ’ αδέρφια του πατέρα μου. Η μάνα μου λέει πως με κρατούσε από το χέρι. Πέρασε το αυτοκίνητο με τους μελλοθάνατους από μπροστά μας, ο μικρός θείος μου που ήταν δεν ήταν 30 ετών, σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτισε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.

    Και μετά το αυτοκίνητο χάθηκε σε κάποια στροφή. Τότε για πρώτη φορά άκουσα κι έμαθα τη λέξη εκτέλεση. Κι η λέξη έμεινε άσβηστη στη συνείδησή μου, γιατί έκτοτε είχαμε κι άλλες, κι άλλες πολλές ακόμη εκτελέσεις. Έφευγαν από κοντά μας αγαπημένα πρόσωπα κι ο κόσμος έλεγε: «Τα πήγαν για εκτέλεση»!

    Κάποτε τα δεινά έληξαν και στον τόπο εγκαθιδρύθηκε μια κουτσή και στραβή τάξη. Η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες ώρες αφόρητης φτώχειας. Η Κατοχή μάς είχε εξουθενώσει. Κάποιοι δικηγόροι ξεκίνησαν έναν αγώνα για αποζημιώσεις. Μάζευαν υπογραφές από συγγενείς θυμάτων. Υπόσχονταν -αν θυμάμαι καλά- δύο χιλιάδες το «κεφάλι». Πήγαν και στον πατέρα μου να υπογράψει, μα ο φτωχούλης αρνήθηκε με βδελυγμία. «Δεν κοστολογούνται τα κεφάλια των αδελφών μου», είπε. Κι ένιωσε πως ανταπέδιδε με τη φράση αυτή την καλύτερη τιμωρία στην επηρμένη μεταπολεμική Γερμανία, τη Γερμανία του οικονομικού θαύματος, που στηρίχθηκε στην ξένη εργασία και στην αφειδώς παρεχόμενη αμερικανική βοήθεια.

    Αν σ’ όλη αυτή τη μακρά διαδικασία με πληγώνει κάτι, είναι όχι αυτή καθαυτή η εκτέλεση, αλλά η «νομιμότητα» αυτής της εκτέλεσης. Οι γερμανικές αρχές είχαν διακηρύξει πως για κάθε σκοτωμένο Γερμανό θα εκτελούνταν 40 άμαχοι Έλληνες. Ας το σκεφθούμε αυτό: 40 Έλληνες έναντι ενός Γερμανού! Έτσι μας κοστολόγισαν κι έτσι μας κοστολογούν. Ένας Έλληνας είναι υποπολλαπλάσιο του Γερμανού. Αυτό εκφράζει όχι απλώς τη ναζιστική θηριωδία αλλά τη γενικώτερη ευρωπαϊκή νοοτροπία. Γιατί, όπως πολύ σοφά έλεγε ο Ντισραέλι, «μπορεί μια αποικία ν’  απέκτησε ανεξαρτησία, αλλά δεν παύει γι’  αυτό το λόγο να είναι αποικία».

Αν σήμερα οι Γερμανοί δυστροπούν να πληρώσουν την επιδικασθείσα από τα Δικαστήρια αποζημίωση στους μαρτυρικούς κατοίκους του Διστόμου (και όχι μόνον του Διστόμου), δεν το κάνουν μόνο από τσιγκουνιά, το κάνουν για να μας ταπεινώσουν ακόμη μια φορά. αρνούνται υπόσταση στα δικαστήριά μας. Ουσιαστικά δεν αναγνωρίζουν σε μας υπόσταση κράτους. Παραπέμπουν το ζήτημα στον Υπουργό. Αυτός είναι ένας περιδεής εκπρόσωπος της Νέας Τάξης που δεν λογοδοτεί στον ελληνικό λαό αλλά στα Διευθυντήρια των Νέων Καιρών.

    Αυτό που όμως με θλίβει δεν είναι η ψυχική κακομοιριά των κυβερνώντων, είναι το ηθικό κατάντημα κάποιων δημοσιογράφων. Άκουγα ένα μεσημέρι κάποιον ραδιοσχολιαστή που με άκρως περιφρονητική φωνή στιγμάτιζε τη συμπεριφορά των Διστομιτών, επειδή κατέφυγαν στα ασφαλιστικά μέτρα κατά των Γερμανών. Κι έλεγε: «Πού φθάσαμε…»! Έπρεπε να είχε ζήσει τη γερμανική φρίκη της Κατοχής, για να είχε δει το πού φθάνε το κτήνος όταν κυριεύει την ανθρώπινη ψυχή. Τι έκαναν οι κάτοικοι του Διστόμου από το να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη; Μήπως έπρεπε κι αυτοί – κι όχι μόνο αυτοί- να συμπεριφερθούν γερμανικά, δηλαδή να πιάσουν καμμιά πεντακοσαριά Γερμανούς τουρίστες και να τους κρατήσουν ομήρους ή να τους εκτελέσουν; Στα αντίποινα των Γερμανών εμείς δεν απαντήσαμε με αντίποινα. Οι Γερμανοί τιμωρήθηκαν ελάχιστα γι’  αυτά που διέπραξαν στον τόπο μας. Κάλυψαν ένα ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων που όφειλαν. Συνέχισαν τη ναζιστική πολιτική, όχι βέβαια στη γραμμή του Χίτλερ (δεν είναι ακόμη καιρός) αλλά στη γραμμή του Γκαίμπελς. Παραπλάνηση και εξαπάτηση. Και μετά αποθράσυνση. Θα ‘ρθει στιγμή που θα μας ζητήσουν αποζημίωση για τις σφαίρες που ξόδεψαν για να μας… σκοτώσουν.

    Μέρος Δεύτερο

    Το κείμενο που προηγήθηκε είχε γραφτεί προ πολλών ετών για να δημοσιευθεί στην εφημερίδα όπου αρθρογραφούσα επαγγελματικώς. Δεν δημοσιεύθηκε· και σε λίγες ημέρες «εκτελέστηκα» και δημοσιογραφικώς. Μου τράβηξαν το χαλί επιτηδείως κάτω από τα πόδια μου. Τώρα που ήλθαν οι δύσκολοι καιροί και η Γερμανία μάς φόρεσε καπίστρι, πολλοί σταθμοί και πάμπολλα έντυπα μού ζητούν να μιλήσω και να γράψω για τις περιβόητες αποζημιώσεις. Μου ζητήθηκε να μιλήσω και για τις εκτελέσεις. Κι αντιμετώπισα τις λοιδορίες δύο «καναλοκύνων». Αναφερόμουν στην εκτέλεση των συγγενών μου και στην υπέροχη στάση της γιαγιάς μου. Ήμουν μπροστά, όταν ο πατέρας τής ανακοίνωσε την εκτέλεση των δύο παιδιών της, των δύο αδελφών του. Η γιαγιά -βαθιά χριστιανική ψυχή- κατέβασε το μαύρο τσεμπέρι ως τα μάτια και πριν τυλίξει με αυτό το στόμα για να μη βγει κραυγή οδύνης, κατόρθωσε να μουρμουρίσει:

   – Ο θεός να τους συγχωρέσει για το κακό που μου έκαναν!…

    Κι έπειτα κλείστηκε στη βαθιά σιωπή της. Που και που ένα σιγαλό – σαν αγεράκι απαλό-  μοιρολόι.

    Πέρασαν κάποια χρόνια. Ήμουν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, την λεγόμενη τότε «Ογδόη». Ο πατέρας έφθασε ένα μεσημέρι ράκος στο σπίτι. Τον είχε επισκεφθεί στο κατάστημα του «Δραγώνα» (Αιόλου 89) ο άνθρωπος που είχε βάλει στη λίστα των μελλοθάνατων τα αδέρφια του. ήταν ετοιμοθάνατος· τον «κουράριζε» στον Άγιο Σάββα, εξάδελφός μου ογκολόγος. Του έμεναν λίγες ημέρες ζωής. Ζήτησε από τον εξάδελφό μου την άδεια να βγει για λίγες ώρες· έπρεπε κάποιον να δει. Και πήγε να βρει τον πατέρα μου. Δεν μπορούσε να ανέβει στον ημιώροφο. Τον ζήτησε και κατέβηκε ο πατέρας. Σαν τον είδε πάνιασε.

   – Ήλθα να πάρω τη συγγνώμη σου, του είπε ο άλλος. Σε λίγες μέρες πεθαίνω…

    Ο πατέρας, βαθιά συγκλονισμένος, μόλις κατόρθωσε να ψελλίσει μία φράση:

    – Να ‘σαι συγχωρεμένος…

    Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κλείστηκε στο γραφειάκι που ήταν το λογιστήριο. Δεν ήθελε να τον δει κανείς με δάκρυα στα μάτια. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος με υψηλή περηφάνεια. Μας τα είπε στο σπίτι με αναφιλητά. Ήταν η πρώτη φορά που μάλωσα με τον πατέρα μου. Με τη σκληρότητα της νεανικής ηλικίας πίστευα πως η συγγνώμη σ’  έναν εγκληματία συνιστά αδικία. Σήμερα το ίδιο θα έπραττα κι εγώ, Αυτό δεν σημαίνει πως έκοψα να είμαι Μανιάτης. Αλλά η πείρα μιας μακράς ζωής με εδίδαξε ότι η καλύτερη εκδίκηση είναι η συγγνώμη. Γι’  αυτό συγχωρώ και τον δημοσιογράφο – κάποτε φίλο-  και τα παρασαρκώματα που τον περιστοιχίζουν, που, χωρίς να φορούν την στολή της «Βέρμαχτ», συνεχίζουν με άλλα μέσα το έργο τους.

    Συγχωρώ ακόμη και τους Γερμανούς δημοσιογράφους, τραπεζίτες και πολιτικούς για όσα μας κάνουν. Κι όχι απλώς τους συγχωρώ, αλλά τους ευγνωμονώ. Από τη δική τους αγνώμονα στάση, θα ξεπηδήσει η δική μας ανάταση, η νέα εθνική μας επανάσταση. Όχι κατά των Γερμανών αλλά κατά των υπολειμμάτων του δωσιλογισμού που «κοπροκρατούν» (το ρήμα του Ελύτη) πολιτικά και οικονομικά τη δόλια πατρίδα μας.

    Υ.Γ. Το πρωτότυπο κείμενο είναι δημοσιευμένο σε πολυτονικό

    Πηγή: Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2012, Εκδόσεις Φιλιππότη

Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά

Όχι ότι μας αφορά…

Έτσι, κουβέντα να γίνεται…

(από τη Λίάνα., με αγάπη)

Οι απόψεις του George Carlin για τα γηρατειά

Έχετε αντιληφθεί ότι η μόνη περίοδος της ζωής μας που μας αρέσει να μεγαλώνουμε είναι όταν είμαστε παιδιά; Εάν είσαι κάτω των 10 ετών, είσαι τόσο ενθουσιασμένος που μεγαλώνεις που σκέφτεσαι τμηματικά..
«Πόσων ετών είσαι;», «Είμαι τέσσερα και μισό!» Ποτέ δεν είσαι τριάντα έξι και μισό. Είσαι τέσσερα και μισό, και περπατάς στα πέντε! Αυτό είναι το κλειδί.
Μπαίνεις στην εφηβεία, και τώρα κανείς δεν μπορεί να σε συγκρατήσει. Πηδάς στον επόμενο αριθμό, ή ακόμη και μερικούς αριθμούς μπροστά.
«Πόσων ετών είσαι;» «Θα γίνω 16!» Μπορεί να είσαι 13, αλλά έ, θα γίνεις 16! Και τότε έρχεται η καλύτερη μέρα της ζωής σου!Γίνεσαι 21. Ακόμα και οι λέξεις ακούγονται σαν ιεροτελεστία.ΓΙΝΕΣΑΙ 21.. ΝΑΙΙΙΙΙΙΙ !!!
Αλλά τότε περνάς στα 30. Ωωωω, τί έγινε εδώ; Ακούγεσαι σαν χαλασμένο γάλα! Αυτός ΠΕΡΑΣΕ, έπρεπε να τον πετάξουμε. Δεν έχει πλάκα πια, είσαι απλά ένας ξινισμένος λουκουμάς. Τι πάει στραβά; Τί άλλαξε;
ΓΙΝΕΣΑΙ 21, ΠΕΡΝΑΣ στα 30, και τότε ΠΕΡΠΑΤΑΣ στα 40. Ουάου! Πάτα φρένο, όλα σου ξεγλυστρούν. Πριν να το καταλάβεις,ΦΘΑΝΕΙΣ τα 50 και τα όνειρά σου χάνονται…
Αλλά! για περίμενε!!! ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙΣ ΩΣ τα 60. Δεν πίστευες ότι θα τα έφθανες!
Οπότε ΓΙΝΕΣΑΙ 21, ΠΕΡΝΑΣ στα 30,ΠΕΡΠΑΤΑΣ στα 40, ΦΘΑΝΕΙΣ τα 50 και ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙΣ ΩΣ τα 60.
Έχεις αναπτύξει τόσο μεγάλη ταχύτητα που ΧΤΥΠΑΣ τα 70! Μετά απ’αυτό, η κατάσταση είναι μέρα με τη μέρα. ΧΤΥΠΑΣ την Τετάρτη!
Μπαίνεις ! στα 80 και κάθε μέρα είναι ένας πλήρης κύκλος. ΧΤΥΠΑΣ το γεύμα. ΠΕΡΝΑΣ στις 4:30.. ΦΘΑΝΕΙΣ την ώρα του ύπνου. Και δεν τελειώνει εκεί. Στα 90 σου, αρχίζεις να οπισθοδρομείς. «Ήμουν ΜΟΛΙΣ 92».
Και τότε κάτι παράξενο συμβαίνει. Εάν καταφέρεις να ξεπεράσεις τα 90, ξαναγίνεσαι μικρό παιδί. «Είμαι 92 και μισό!».
Μακάρι να φθάσετε όλοι στα υγιή 100 και μισό!!
ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΤΕ ΝΕΟΙ 1. Πετάξτε τους ασήμαντους αριθμούς..Αυτό συμπεριλαμβάνει την ηλικία, το βάρος και το ύψος. Αφήστε τους γιατρούς να νοιάζονται γι’αυτά. Γι’αυτό τους πληρώνετε άλλωστε.
2. Κρατήστε μόνον τους ευχάριστους φίλους. Οι γκρινιάρηδες σας ρίχνουν.
3. Να μαθαίνετε συνεχώς! Μάθετε περισσότερα για τους υπολογιστές, τις τέχνες, την κηπουρική, ο,τιδήποτε, ακόμη και για το ραδιόφωνο. Να μην αφήνετε ποτέ τον εγκέφαλο ανενεργό. «Ένα ανενεργό μυαλό είναι το εργαστήρι του Διαβόλου».Και το επίθετο του διαβόλου είναιΑλτζχάιμερ.
4.Απολαύστε τα απλά πράγματα.
5.Γελάτε συχνά, διαρκώς και δυνατά. Γελάστε μέχρι να σας κοπεί η ανάσα.
6.Τα δάκρυα τυχαίνουν… Υπομείνετε, πενθήστε, και προχωρήστε παραπέρα. Το μόνο άτομο, που μένει μαζί μας για ολόκληρη τη ζωή μας είναι ο εαυτός μας. Να είστε ΖΩΝΤΑΝΤΟΙ ενόσω είστε εν ζωή.
7.Περιβάλλετε τον εαυτό σας με ό,τι αγαπάτε, είτε είναι η οικογένεια, τα κατοικίδια, η μουσική, τα φυτά, τα ενδιαφέροντά σας, ο,τιδήποτε. Το σπίτι σας είναι το καταφύγιό σας.
8.Να τιμάτε την υγεία σας: Εάν είναι καλή, διατηρήστε την. Εάν είναι ασταθής, βελτιώστε την. Εάν είναι πέραν της βελτιώσεως, ζητήστε βοήθεια.
9.Μην κάνετε βόλτες στην ενοχή. Κάντε μια βόλτα στα μαγαζιά, ακόμη και στον διπλανό νομό ή σε μια ξένη χώρα αλλά ΜΗΝ πηγαίνετε εκεί που βρίσκεται η ενοχή.
10. Πείτε στους ανθρώπους που αγαπάτε ότι τους αγαπάτε, σε κάθε ευκαιρία.

ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ:
Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών που παίρνουμε, αλλά από τις στιγμές που μας κόβουν την ανάσα
Κι αν δεν στείλετε το παρόν σε τουλάχιστον 8 άτομα – ποιος νοιάζεται; Αλλά μοιραστείτε το με κάποιον. Όλοι χρειαζόμαστε να ζούμε τη ζωή μας στο έπακρο κάθε μέρα!!

Το ταξίδι της ζωής δεν είναι για να φθάσουμε στον τάφο με ασφάλεια σ’ένα καλοδιατηρημένο σώμα, αλλά κυρίως για να ξεγλυστρούμε προς όλες τις πλευρές, πλήρως εξαντλημένοι, φωνάζοντας «…ρε γαμώτο…..τί βόλτα!».

Καλή μας Χρονιά κορίτσια!

Νάρθουν καλύτερες μέρες και ν’ ανταμώνουμε!

Δημοσιεύτηκε στο blog  ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ :

Καλοτάξιδο…

Να ξεπεράσουμε τις θύελλες…


Γιάννης Σταύρου, Καλοτάξιδο, λάδι σε καμβά

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ο Έρωτας στα Χιόνια

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.

Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποῦ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας τοῦ χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

– Σεβτᾶς εἶν᾿ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβᾶς…- ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποῦ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».

Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.

Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατοῦκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ᾿ ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφός με καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλη κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.

Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.

Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μία φορὰ κ᾿ ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:

Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.

Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπάρμπα-Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοῦ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ᾿ ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.

Καὶ εἶχεν πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογοῦ. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπάρμπα-Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.

Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήση αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογοῦ, διὰ νὰ ξεχάση τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκα του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.

Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν᾿ ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσαν τῆς ν᾿ ἀλέθῃ, κ᾿ ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποῦ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποιητικὰς εἰκόνας.

– Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γέρο-Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο-Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν, εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν᾿ ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν᾿ ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινα χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς ἀγριελαίας εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Βαραντᾶ, ἐξέλιπον τὰ μύρτα ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ αἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο-Φερετζέλη.

Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ᾿ ἐμορμύριζεν:

– Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ᾿ ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ.

Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:

– K᾿ ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.

Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῆ, νὰ μὴν ὑποψάλη τὸ σύνηθες ᾆσμα του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον.

– Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν᾿ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.

Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν᾿ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. N᾿ ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοῦ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψη, νὰ τὰ ἀσπρίση, νὰ τὰ ἁγνίση!

Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.

Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ᾿ ἀνέπνεε πλέον.

Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.

Ηὖρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:

– Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…

Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.

Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.

– Ποιὸς εἶναι;

Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώση πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν᾿ ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;

Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.

– Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.

Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!

Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ᾿ εἰς τὸ πνεῦμα του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:

«Γειτόνισσα πολυλογοῦ, μακρύ-στενὸ σοκάκι!…»

Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.

– Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.

Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.

Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.

«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»

Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.

Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. K᾿ ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δυὸ πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.

Καὶ ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾿ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.

Ας γράψουμε και κάτι καλό για την Ελλάδα και τους έλληνες – μήπως κι αλλάξει η τύχη μας…


Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολη 1970, λάδι σε καμβά

Δημοσιεύτηκε στην εφήμερίδα NEW YORK TIMES και μας το έστειλε ο φίλος Γιώργος Τ με email:

Not used to send such kind of emails but I read an interesting article/opinion at THE NEW YORK TIMES, that not many Greeks think about or learn from…

George

OP-ED CONTRIBUTOR
Democracy’s Cradle, Rocking the World

By MARK MAZOWER

Published: June 29, 2011

YESTERDAY, the whole world was watching Greece as its Parliament voted to pass a divisive package of austerity measures that could have critical ramifications for the global financial system. It may come as a surprise that this tiny tip of the Balkan Peninsula could command such attention. We usually think of Greece as the home of Platon and Pericles, its real importance lying deep in antiquity. But this is hardly the first time that to understand Europe’s future, you need to turn away from the big powers at the center of the continent and look closely at what is happening in Athens. For the past 200 years, Greece has been at the forefront of Europe’s evolution.

In the 1820s, as it waged a war of independence against the Ottoman Empire, Greece became an early symbol of escape from the prison house of empire. For philhellenes, its resurrection represented the noblest of causes. “In the great morning of the world,” Shelley wrote in “Hellas,” his poem about the country’s struggle for independence, “Freedom’s splendor burst and shone!” Victory would mean liberty’s triumph not only over the Turks but also over all those dynasts who had kept so many Europeans enslaved. Germans, Italians, Poles and Americans flocked to fight under the Greek blue and white for the sake of democracy. And within a decade, the country won its freedom.

Over the next century, the radically new combination of constitutional democracy and ethnic nationalism that Greece embodied spread across the continent, culminating in “the peace to end all peace” at the end of the First World War, when the Ottoman, Hapsburg and Russian empires disintegrated and were replaced by nation-states.

In the aftermath of the First World War, Greece again paved the way for Europe’s future. Only now it was democracy’s dark side that came to the fore. In a world of nation-states, ethnic minorities like Greece’s Muslim population and the Orthodox Christians of Asia Minor were a recipe for international instability. In the early 1920s, Greek and Turkish leaders decided to swap their minority populations, expelling some two million Christians and Muslims in the interest of national homogeneity. The Greco-Turkish population exchange was the largest such organized refugee movement in history to that point and a model that the Nazis and others would point to later for displacing peoples in Eastern Europe, the Middle East and India.

It is ironic, then, that Greece was in the vanguard of resistance to the Nazis, too. In the winter of 1940-41, it was the first country to fight back effectively against the Axis powers, humiliating Mussolini in the Greco-Italian war while the rest of Europe cheered. And many cheered again a few months later when a young left-wing resistance fighter named Manolis Glezos climbed the Acropolis one night with a friend and pulled down a swastika flag that the Germans had recently unfurled. (Almost 70 years later, Mr. Glezos would be tear-gassed by the Greek police while protesting the austerity program.) Ultimately, however, Greece succumbed to German occupation. Nazi rule brought with it political disintegration, mass starvation and, after liberation, the descent of the country into outright civil war between Communist and anti-Communist forces.

Only a few years after Hitler’s defeat, Greece found itself in the center of history again, as a front line in the cold war. In 1947, President Harry S. Truman used the intensifying civil war there to galvanize Congress behind the Truman Doctrine and his sweeping peacetime commitment of American resources to fight Communism and rebuild Europe. Suddenly elevated into a trans-Atlantic cause, Greece now stood for a very different Europe — one that had crippled itself by tearing itself apart, whose only path out of the destitution of the mid-1940s was as a junior partner with Washington. As the dollars poured in, American advisers sat in Athens telling Greek policy makers what to do and American napalm scorched the Greek mountains as the Communists were put to flight.

European political and economic integration was supposed to end the weakness and dependency of the divided continent, and here, too, Greece was an emblem of a new phase in its history. The fall of its military dictatorship in 1974 not only brought the country full membership in what would become the European Union; it also (along with the transitions in Spain and Portugal at the same time) prefigured the global democratization wave of the 1980s and ’90s, first in South America and Southeast Asia and then in Eastern Europe. And it gave the European Union the taste for enlargement and the ambition to turn itself from a small club of wealthy Western European states into a voice for the newly democratic continent as a whole, extending far to the south and east.

And now today, after the euphoria of the ’90s has faded and a new modesty sets in among the Europeans, it falls again to Greece to challenge the mandarins of the European Union and to ask what lies ahead for the continent. The European Union was supposed to shore up a fragmented Europe, to consolidate its democratic potential and to transform the continent into a force capable of competing on the global stage. It is perhaps fitting that one of Europe’s oldest and most democratic nation-states should be on the new front line, throwing all these achievements into question. For we are all small powers now, and once again Greece is in the forefront of the fight for the future.

Mark Mazower is a professor of history at Columbia University.

Η είδηση από τη Λιάνα

——————————

Αυτό είναι δημοκρατικό και ευνομούμενο κράτος που σέβεται τους πολίτες του. Οι υποτίθεται ξυλοκόποι του βορά, οι «βάρβαροι» Ισλανδοί ορίστε τι έκαναν όταν βρέθηκαν σε παραπλήσια κατάσταση με την Ελλάδα:


 
Οι Ισλανδοί δεν αρκέστηκαν στα δάκρυα και την οργή. Απαίτησαν και πήραν απαντήσεις. Για το τι έφταιξε, ποιοι ευθύνονται και τι πρέπει να γίνει για να μην ξανασυμβεί παρόμοια κρίση. Μόλις 15 μήνες μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η εξεταστική επιτροπή που συνέστησε το Κοινοβούλιο από ανεξάρτητους ειδικούς έβγαλε πόρισμα 2.400 σελίδων, με το οποίο όχι μόνο καταλόγισε ευθύνες, αλλά και τις προσωποποίησε. Κατονομάζονται ο πρώην πρωθυπουργός Γκέιρ Χάαρντε, τρεις πρώην διοικητές της κεντρικής τράπεζας, υπουργοί, ενώ ποινικές ευθύνες καταλογίζονται σε στελέχη των τριών ιδιωτικών τραπεζών. Ήδη ο  εισαγγελέας έβγαλε διεθνή εντάλματα σύλληψης, καθώς πολλά  golden boys διέφυγαν στο εξωτερικό, κάνοντας μία μέρα πριν από  την εκδήλωση της κρίσης τεράστιες αναλήψεις από τους  λογαριασμούς τους. Τρεις συνελήφθησαν και κρατούνται. Η  κυβέρνηση έκανε μηνύσεις και ζητάει πίσω τα κλεμμένα. 

Η εξεταστική επιτροπή είχε στη διάθεσή της 80 υπαλλήλους, δικό  της προϋπολογισμό και δικαίωμα να ζητήσει ακόμη και να  κατασχέσειστοιχεία από κρατικές υπηρεσίες και ιδιώτες.Επίσης, ανεξάρτητη επιτροπή ετοιμάζει συστάσεις για να γίνουν  μεταρρυθμίσεις ώστε να αποφευχθεί παρόμοια κρίση στο μέλλον.  Στο πλαίσιο της διαφάνειας, αναρτήθηκε τον Απρίλιο στον  ιστότοπο της Βουλής (www.sic.athingi.is) το πλήρες κείμενο που η  κυβέρνηση ονομάζει «Έκθεση της αλήθειας» και οι Ισλανδοί  αποκαλούν «Μαύρο πόρισμα» καθώς και εκτεταμένη περίληψη  στα αγγλικά. Κανείς, ούτε καν οι κατηγορούμενοι, δεν  αμφισβήτησαν την αμεροληψία των συντακτών του πορίσματος. 

Το βράδυ της ανακοίνωσης 45 ηθοποιοί συγκεντρώθηκαν στο  Δημοτικό Θέατρο του Ρέικιαβικ και διάβασαν επί πέντε  συνεχόμενα 24ωρα, σε μια κατάμεστη αίθουσα, ολόκληρη την  έκθεση. Για τους περήφανους, πλην εξαπατημένους απογόνους  των Βίκινγκς, ήταν μια ομαδική ψυχανάλυση, μια διαδικασία  κάθαρσης.