Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας, λάδι σε καμβά

Είμαστε πιο σοφές σίγουρα…

Λιγότερο κομπλεξικές – σίγουρα…

Κι έχουμε περισσότερο χιούμορ – σίγουρα…

Κι ας λένε ότι αργούμε…

Διαβάστε και μια επιστημονική τεκμηρίωση στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Οι γυναίκες αργούν περισσότερο από τους άνδρες να καταλάβουν ένα αστείο

(και προσοχή διαβάστε και πίσω από τις λέξεις – όπως μόνο εμείς ξέρουμε…)

Η έρευνα έγινε από επιστήμονες του πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνιας, υπό τον καθηγητή Άλαν Ράις, διευθυντή του Κέντρου Διεπιστημονικών Ερευνών στις Επιστήμες του Εγκεφάλου. Η μελέτη βασίστηκε σε εγκεφαλικά πειράματα.

Με τη βοήθεια μαγνητικών τομογραφιών λειτουργικού συντονισμού (fMRI), μελετήθηκαν οι εγκέφαλοι δέκα ανδρών και δέκα γυναικών, στους οποίους οι ερευνητές έδειξαν διάφορα αστεία ή αδιάφορα καρτούν και, ανάλογα με το πόσο αστεία τους φάνηκαν, τους ζήτησαν πατήσουν ορισμένα κουμπιά.

Το πείραμα έδειξε ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν περισσότερα τμήματα του εγκεφάλου τους, ιδίως του προμετωπιαίου φλοιού που ελέγχει την ερμηνεία του λόγου και την σε βάθος ανάλυση, από ό,τι οι άνδρες, για να «επεξεργαστούν» ένα αστείο.

Παράλληλα, οι γυναίκες έχουν εκ των προτέρων λιγότερη αναμονή ότι θα το βρουν αστείο.

Επίσης, όπως διαπιστώθηκε, αντιδρούν στο αστείο με μια ελαφριά χρονική υστέρηση σε σχέση με τους άνδρες, αλλά το απολαμβάνουν περισσότερο.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι γυναίκες φαίνεται να προτιμούν το πιο εξεζητημένο και «σοφιστικέ» χιούμορ και χρησιμοποιούν πιο πολύπλοκες εγκεφαλικές λειτουργίες για να αναλύσουν ένα αστείο.

Από την άλλη, στους άνδρες ένα αστείο ενεργοποιεί περισσότερο, όχι τον προμετωπιαίο φλοιό, αλλά τον επικλινή πυρήνα, δηλαδή το τμήμα εκείνο του εγκεφάλου που εμπλέκεται στην ανταμοιβή και την ευχαρίστηση.

Έτσι, οι άνδρες περιμένουν εκ των προτέρων να γελάσουν με το αστείο, αλλά όταν το δουν ή το ακούσουν, μετά πέφτουν πιο απότομα σε… κατάθλιψη.

Η ομάδα του καθηγητή Ράις διεξάγει ήδη νέα πειράματα με παιδιά για να διαπιστώσει αν οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στο χιούμορ είναι γενετικές ή επηρεάζονται κυρίως από το περιβάλλον μέσω των διαφορετικών εμπειριών ανατροφής.

Έχουν εντοπισθεί αρκετές διαφορές στην χρήση του χιούμορ ανάμεσα στα δύο φύλα.

Σύμφωνα με τον καθηγητή ψυχολογίας Ροντ Μάρτιν του καναδικού πανεπιστημίου του Δυτικού Οντάριο, οι άνδρες είναι πολύ πιθανότερο να χρησιμοποιήσουν «επιθετικό» και «εχθρικό» χιούμορ για να κάνουν κριτική ο ένας στον άλλο και να επιβάλλουν την κυριαρχική θέση τους.

Αντίθετα, οι γυναίκες τείνουν να λένε αστεία μεταξύ τους για να διατηρήσουν τις σχέσεις τους και να νιώσουν πιο άνετα.

Επιπλέον, οι γυναίκες είναι πιο ειλικρινείς.

Αν δεν «πιάνουν» ένα ανέκδοτο ή κάποιο άλλο αστείο, θα το πουν.

Στην αντίπερα όχθη, οι άνδρες, ακόμα και αν δεν καταλαβαίνουν το αστείο, θα γελάσουν, για να μη φανούν… βλάκες.

Ακόμα, αν μια γυναίκα πει ένα αστείο, οι άνδρες γύρω της είναι πιθανό να μη γελάσουν καθόλου, ενώ αν ένας άνδρας πει το ίδιο αστείο σε λίγο, οι άλλοι άνδρες είναι πολύ πιθανό να ξεκαρδιστούν στα γέλια!
Τέλος, σύμφωνα και με τις απόψεις κωμικών, οι γυναίκες είναι γενικά πιο «απαιτητικές» στο χιούμορ τους και θέλουν ποιότητα στο αστείο για να γελάσουν, ενώ οι άνδρες είναι πιο εύκολο να γελάσουν με το παραμικρό – ακόμα και με κακόγουστα πράγματα.

Ο καφές θα μας σώσει!

18 Αυγούστου, 2009

Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, η καφείνη μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρησιμη στην αντιμετώπιση της νόσου του Αλτσχάιμερ!

Ας πίνουμε λοιπόν άφοβα τον καφέ μας πολλές φορές τη μέρα…Επιτέλους μια απόλαυση επιτρέπεται! Νάταν κι ο καπνός το ίδιο απαραίτητος…

kek-sm

Γιάννης Σταύρου, Κόκκινο χαρμάνι, λάδι σε καμβά

Η καταπληκτική είδηση απο την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της 12-7-2009. Ακολουθεί το άρθρο:

Ο καφές φάρμακο κατά του διανοητικού εκφυλισμού

Η έμφαση που έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια από τις νευροεπιστήμες στην αντιμετώπιση των νευροεκφυλιστικών ασθενειών φαίνεται πως αποδίδει καρπούς. Ιδιαίτερα ελπιδοφόρα είναι τα δεδομένα που αφορούν όσους πάσχουν από Αλτσχάιμερ, μια πολύ διαδεδομένη ασθένεια που πλήττει τις ανώτερες νοητικές λειτουργίες μεγάλου αριθμού ατόμων παγκοσμίως.

Από πρόσφατες έρευνες προέκυψε ότι η υποχώρηση της νόσου είναι στενά συνυφασμένη με τη διατροφή. Μια νέα έρευνα ανέδειξε την ευεργετική επίδραση της καφεΐνης σε γενετικά τροποποιημένα πειραματόζωα που εμφάνιζαν μνημονικό εκφυλισμό όμοιο με αυτόν που εκδηλώνεται σε ασθενείς που πάσχουν από Αλτσχάιμερ.

Ηταν γνωστό ότι οι ασθενείς με Αλτσχάιμερ παρουσιάζουν στον εγκέφαλό τους ιδιαίτερα αυξημένα επίπεδα συγκέντρωσης της πρωτεΐνης βήτα αμυλοειδούς. Αμερικανοί ερευνητές του Πανεπιστημίου της Νότιας Φλόριντα διαπίστωσαν ότι η καφεΐνη μπορεί να μειώσει σημαντικά τα επίπεδα της πρωτεΐνης αυτής στο αίμα, τουλάχιστον στα ποντίκια που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγκεκριμένη έρευνα.

Η έρευνα αυτή, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Journal of Alzheimer’s Disease» σε δύο ξεχωριστά άρθρα, βασίστηκε σε προηγούμενη μελέτη Πορτογάλων επιστημόνων, οι οποίοι είχαν διαπιστώσει ότι ασθενείς που έπασχαν από Αλτσχάιμερ είχαν καταναλώσει λιγότερο καφέ κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες της ζωής τους σε σύγκριση με άτομα που δεν έπασχαν από την ασθένεια. Εκτοτε και άλλες μελέτες διατύπωσαν την υπόθεση ότι μια μέτρια κατανάλωση καφεΐνης ενδεχομένως να συνέβαλλε στην επιβράδυνση του διανοητικού εκφυλισμού που επέρχεται με το γήρας. Οι μελέτες όμως αυτές δεν είχαν επιβεβαιωθεί πειραματικά.

Η έρευνα των Αμερικανών νευροεπιστημόνων κατάφερε τώρα ακριβώς αυτό: αφενός να ελέγξει τις επιπτώσεις της καφεΐνης στη λειτουργία της μνήμης και αφετέρου να τις απομονώσει από την επενέργεια άλλων παραγόντων, όπως η διατροφή και η σωματική άσκηση.

Από τα πειράματα που έκαναν σε γενετικά τροποποιημένα ποντίκια, οι Αμερικανοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα ποντίκια στην ηλικία των 18-19 μηνών, ηλικία που αντιστοιχεί στον άνθρωπο περίπου στα 70 χρόνια, παρουσίαζαν εμφανή προβλήματα μνήμης. Οι ερευνητές αποφάσισαν τότε να χορηγήσουν στα μισά ποντίκια 500 mg καφεΐνη την ημέρα (ένα φλιτζανάκι καφέ περιέχει 100-120 mg καφεΐνη και ένα φλιτζάνι τσάι 70-90 mg).

Μετά δύο μήνες οι ποντικοί στους οποίους είχε χορηγηθεί καφεΐνη παρουσίασαν σημαντική βελτίωση στα μνημονικά τεστ, επιδεικνύοντας επιδόσεις ανάλογες με των συνομήλικών τους φυσιολογικών ποντικών. Αντίθετα, οι ποντικοί στους οποίους είχαν χορηγηθεί μόνο ψευδοφάρμακα (placebo) εξακολούθησαν να παρουσιάζουν απώλεια μνήμης. Επιπλέον, οι ποντικοί που είχαν λάβει καφεΐνη παρουσίασαν μειωμένη συγκέντρωση της πρωτεΐνης βήτα αμυλοειδούς κατά 50%. Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτό ίσως σημαίνει ότι η καφεΐνη μπλοκάρει τις βιοχημικές διαδικασίες που οδηγούν στην υπερπαραγωγή της πρωτεΐνης αυτής στον εγκέφαλο.

Κατά τον Gary Arendash, κύριο συγγραφέα ενός από τα δύο άρθρα, χάρη στα νέα δεδομένα διανοίγονται νέες ερευνητικές προοπτικές για την αντιμετώπιση της νόσου στον άνθρωπο. Δεν αποκλείει μάλιστα το ενδεχόμενο η καφεΐνη να αποδειχθεί ακόμη και θεραπευτικό μέσο κατά της νόσου και όχι απλώς μια στρατηγική στην κατεύθυνση της πρόληψης. *

Σ’ εποχή που ο περισσότερος κόσμος κάνει διακοπές, οι ειδήσεις, η φημολογία, η πληροφόρηση και η παραπηροφόρηση γύρω από τη νέα γρίπη είναι σε κρεσέντο…

Πριν προχωρήσουμε στις σχετικές βάσιμες απορίες, ας χαρούμε τη νυχτερινή, καλοκαιρινή Ύδρα…

kamini-sm

Γιάννης Σταύρου, Καμίνι, λάδι σε καμβά

Πόσο αληθινά είναι τα σενάρια για τη νέα γρίπη;

Ο παγκόσμιος ή ο πανελλήνιος συναγερμός, ο μαζικός εμβολιασμός όλου του πληθυσμού  στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα; Γιατί όλη αυτή η προαναγγελόμενη κινητοποίηση για μια γρίπη που τουλάχιστον δεν είναι, κατά τα λεγόμενα τους, πιο επικίνδυνη από τη κοινή εποχιακή;

Όταν μιλούν οι επιστήμονες, μας  καθησυχαζουν. Όταν μιλούν οι πολιτικοί, μας ανησυχούν.

Τί συμβαίνει τελικά;

Αναδημοσιεύουμε άρθρο από την εφημερίδα «ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ» που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέον για τους προβληματισμούς που θέτει αλλά και για ένα μεγαλύτερο εύρος πληροφόρησης. Ακολουθεί το σχετικό άρθρο:

Παγκόσμια απάτη ο Η1Ν1; (3-8-2009)

Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ

Όλο και περισσότεροι ανά τον κόσμο μιλάνε για απάτη ως προς
τον Η1Ν1. Τι να πιστέψει κανείς;
Η πληροφόρηση που μπορεί κανείς να συγκεντρώσει σήμερα από πολλά μέρη του κόσμου για τον ιό των χοίρων, είναι καταιγιστική και διογκούμενη. Πολλοί πλέον μιλούν για προσπάθεια ύποπτη των Αμερικανικών μεγαλο-φαρμακευτικών εταιριών να εμβολιάσουν τους πληθυσμούς με το εμβόλιο κατά της “γρίπης των χοίρων”.
Πολιτικές ηγεσίες χωρών φροντίζουν να καλλιεργούν και να συντηρούν κύμα πανικού, αδικαιολόγητο, τόσο για την ίδια τη γρίπη όσο και για τις ενδεχόμενες πανδημικές της μορφές.
Να σημειωθεί ότι η φαρμακοβιομηχανία που παράγει το εμβόλιο για τη γρίπη των χοίρων πούλησε εκατομμύρια δόσεων στις Ασιατικές χώρες, και το εμβόλιο πωλείται προς 50 δολάρια το κουτί.
Κάτι ακόμη αξιοπρόσεκτο είναι ότι κύριος μέτοχος της συγκεκριμένης εταιρίας είναι ο πρώην υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ, ένας από τους υπεύθυνους για τον πόλεμο του Ιράκ.
Αν μελετήσει κανείς το συγκεκριμένο θέμα της γρίπης αυτής, και από όσες τεκμηριωμένες πληροφορίες διαρκώς καταφθάνουν, μπορεί να εκφράσει μεγάλες επιφυλάξεις απέναντι στην επιχειρούμενη μαζική επιρροή.
Και αυτά όλα τη στιγμή που:
• κάθε χρόνο σ’ όλο τον κόσμο από τις κλασικές μορφές γρίπης πεθαίνουν γύρω στους 50.000 συνανθρώπους μας.
• κάθε χρόνο πεθαίνουν παγκοσμίως 2.000.000 άνθρωποι από μαλάρια.
• άλλα 2.000.000 πεθαίνουν από διάρροια.
• από ιλαρά και πνευμονία πεθαίνουν κάποια εκατομμύρια, ενώ το εμβόλιο είναι πολύ φτηνό.
• η γρίπη των πτηνών προκάλεσε τον θάνατο 250 ατόμων.
• η κοινή γρίπη σκοτώνει 500.000 ανθρώπους το χρόνο παγκοσμίως.
• και η πρόβλεψη του ιατρικού κόσμου για την γρίπη των χοίρων είναι 300 άτομα το χρόνο παγκοσμίως.
Παρακάτω δίδονται ιστοσελίδες όπου κανείς μπορεί να βρει τεκμηριωμένα στοιχεία του θέματος. Ο καθένας που ενδιαφέρεται σοβαρά με το θέμα μπορεί να συζητήσει τις πληροφορίες του με τον προσωπικό του γιατρό.
Μέσα στις πληροφορίες που βρίσκει κανείς πάνω στον ιό των χοίρων είναι και η τοποθέτηση του δρ. L. Day Md, πρώην χειρουργού επικεφαλής του νοσοκομείου του Σαν Φρανσίσκο και καθηγητή στην Ιατρική Σχολή, ο οποίος δηλώνει: “Μην κάνετε το λάθος να πέσετε στην παγίδα… Η φάρσα της γρίπης δεν είναι η πρώτη. Η κυβέρνηση, η επίσημη ιατρική και οι φαρμακευτικές εταιρίες έχουν ξαναπεί ψέματα στον πληθυσμό. Όλα αυτά για να προκαλέσουν τον φόβο, το κέρδος, αλλά και την… αιματοχυσία”.
“Το έκαναν με τη γρίπη των χοίρων την δεκαετία του ’70 και την ισπανική γρίπη που προκλήθηκε από τους εμβολιασμούς”.
“Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η ισπανική γρίπη το 1918 προκλήθηκε από τα εμβόλια, από τη μαζική δηλητηρίαση του σώματος λόγω των πολλών και διαφορετικών εμβολίων” (πηγή: http://www.naturalnews.com/026503_pandemic_swine_flu_bioterrorism.html, 23/06/09).
Επίσης, η Αυστριακή ερευνήτρια-δημοσιογράφος Jane Burgermeister προειδοποιεί όλο τον κόσμο ότι βρίσκεται σε εξέλιξη το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας στην ιστορία. Ήδη κατέθεσε μήνυση στο FBI, κατηγορώντας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και πολλούς υψηλόβαθμους πολιτικούς ότι
έχουν σκοπό να διαπράξουν μαζική γενοκτονία. Έχει ετοιμάσει επίσης δικαστική προσφυγή κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού που προετοιμάζεται στις ΗΠΑ.
Προηγουμένως προσέφυγε δικαστικά κατά των φαρμακευτικών εταιριών Baxter και Avir Green Hills Technology, τις οποίες θεωρεί υπεύθυνες για τη σκόπιμη “δημιουργία” της γρίπης των χοίρων, προκειμένου να αποκομίσουν οφέλη) παραγωγή εμβολίων, κ.λπ.).
Μέσα στις προσωπικότητες που κατηγορούνται είναι ο Barack Obama, Devid Nabarro (συντονιστής της γρίπης των χοίρων στον ΠΟΥ), Janet Napolitano (υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας), ο David Rothschild, David Rockefeller, George Soros, Werner  Faymann (Καγκελλάριος της Αυστρίας) και η Alois Stoger (υπουργός Υγείας της Αυστρίας).
Τους κατηγορεί λοιπόν όλους ότι μέσω του μαζικού εμβολιασμού θα χορηγήσουν τοξική ουσία  που θα προκαλέσει τον μαζικό θάνατο του αμερικάνικου  πληθυσμού.
Πού η αλήθεια και που το ψέμα και η παραπλάνηση;
Ποιον να πιστέψεις και από ποιόν να απομακρυνθείς όταν το ψέμα παρουσιάζεται περισσότερο πειστικό από την αλήθεια;
British Medical Journal, “δεδομένα για τους θανάτους από τη γρίπη” http://www.bmj.com/cgi/content/full/339/jul15_1/b2881
Canadian Medical Officer slams WHO for raising H1N1 alertubbca/ Irresponsible http://www.youtube.com /watch?v=2Czpk1_gZc4feature=related
• H απάτη της Ισπανικής γρίπης του 1918: http://members.iimetro.com.au/-hubbca/spanish_flu.htm
• Τρομοεμβολιασμοί: http://whispering-planet.blogspot.com /2009/07/blog-post_09.html
• Κατηγορίες εναντίον του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του ΟΗΕ: http://www.youtube.com/results?seartch_query=»Jane+Burgetmeister»+&search_type=&aq=f
• Περίληψη του νέου συνόλου κατηγοριών για εγκληματικές ενέργειες που θα αποδοθούν στην Αυστρία: http://birdflu666.wordpress. com/2009/07/20/summary-of-new-set-of-criminal-charges-to-be-filed-in-austria-on-wednesday-2/

Restless legs syndrome (Rls)

21 Ιουλίου, 2009

Μιά ήρεμη εικόνα στη θάλασσα…

Γιάννης Σταύρου, Αναμονή στο λιμάνι, λάδι σε χαρτί

Γιάννης Σταύρου, Αναμονή στο λιμάνι, λάδι σε χαρτί

Διαβάζοντας στο διαδίκτυο άρθρα γύρω από τη ρευματοπάθεια – μια ασθένεια που από τα παιδικά μου χρονια μου φαινόταν μυστήρια – ανακάλυψα μια πάθηση που την αγνούσα. Παρόλο που είχε τύχει πολλές να ακούσω για τα συμπτώμτα της σε συζητήσεις με φίλους. Κανένας δεν την είχε χαρακτηρήσει ως ασθένεια. Κι όμως…

Πρόκειτα για το σύνδρομο:  Restless legs syndrome (RLS). Αρκετά διαδεδομένο. Κατά τους επίστήμονες, το ποσοστό του στο σύνολο του πληθυσμού κυμαίνεται από 3-15%. Η ασάφεια γύρω από τη συγκεκριμενοποίηση του ποσοστού πρέπει μάλλον να οφείλεται στο γεγονός ότι η ασθένεια ανακαλύφτηκε κι επισημοποιήθηκε σχετικά πρόσφατα.

Αξίζει να διαβάσουμε το άρθρο που ακολουθεί και να το διαδόσουμε ειδικά στους φίλους/ες που μας έχουν περιγράψει παρόμοια συμπτώματα.

Από την ιστοσελίδα του Εθνικού Ιδρύματος Νευρολογικών Διαταραχών των ΗΠΑ,  http://www.ninds.nih.gov/disorders/restless_legs/detail_restless_legs.htm

What is restless legs?

Restless legs syndrome (Rls) is a neurological disorder characterized by unpleasant sensations in the legs and an uncontrollable urge to move when at rest in an effort to relieve these feelings. RLS sensations are often described by people as burning, creeping, tugging, or like insects crawling inside the legs. Often called paresthesias (abnormal sensations) or dysesthesias (unpleasant abnormal sensations), the sensations range in severity from uncomfortable to irritating to painful.

The most distinctive or unusual aspect of the condition is that lying down and trying to relax activates the symptoms. As a result, most people with RLS have difficulty falling asleep and staying asleep. Left untreated, the condition causes exhaustion and daytime fatigue. Many people with RLS report that their job, personal relations, and activities of daily living are strongly affected as a result of their exhaustion. They are often unable to concentrate, have impaired memory, or fail to accomplish daily tasks.

Some researchers estimate that RLS affects as many as 12 million Americans. However, others estimate a much higher occurrence because RLS is thought to be underdiagnosed and, in some cases, misdiagnosed. Some people with RLS will not seek medical attention, believing that they will not be taken seriously, that their symptoms are too mild, or that their condition is not treatable. Some physicians wrongly attribute the symptoms to nervousness, insomnia, stress, arthritis, muscle cramps, or aging.

RLS occurs in both genders, although the incidence may be slightly higher in women. Although the syndrome may begin at any age, even as early as infancy, most patients who are severely affected are middle-aged or older. In addition, the severity of the disorder appears to increase with age. Older patients experience symptoms more frequently and for longer periods of time.

More than 80 percent of people with RLS also experience a more common condition known as periodic limb movement disorder (PLMD). PLMD is characterized by involuntary leg twitching or jerking movements during sleep that typically occur every 10 to 60 seconds, sometimes throughout the night. The symptoms cause repeated awakening and severely disrupted sleep. Unlike RLS, the movements caused by PLMD are involuntary-people have no control over them. Although many patients with RLS also develop PLMD, most people with PLMD do not experience RLS. Like RLS, the cause of PLMD is unknown.

What are common signs and symptoms of restless legs?

As described above, people with RLS feel uncomfortable sensations in their legs, especially when sitting or lying down, accompanied by an irresistible urge to move about. These sensations usually occur deep inside the leg, between the knee and ankle; more rarely, they occur in the feet, thighs, arms, and hands. Although the sensations can occur on just one side of the body, they most often affect both sides.

Because moving the legs (or other affected parts of the body) relieves the discomfort, people with RLS often keep their legs in motion to minimize or prevent the sensations. They may pace the floor, constantly move their legs while sitting, and toss and turn in bed.

Most people find the symptoms to be less noticeable during the day and more pronounced in the evening or at night, especially during the onset of sleep. For many people, the symptoms disappear by early morning, allowing for more refreshing sleep at that time. Other triggering situations are periods of inactivity such as long car trips, sitting in a movie theater, long-distance flights, immobilization in a cast, or relaxation exercises.

The symptoms of RLS vary in severity and duration from person to person. Mild RLS occurs episodically, with only mild disruption of sleep onset, and causes little distress. In moderately severe cases, symptoms occur only once or twice a week but result in significant delay of sleep onset, with some disruption of daytime function. In severe cases of RLS, the symptoms occur more than twice a week and result in burdensome interruption of sleep and impairment of daytime function.

Symptoms may begin at any stage of life, although the disorder is more common with increasing age. Sometimes people will experience spontaneous improvement over a period of weeks or months. Although rare, spontaneous improvement over a period of years also can occur. If these improvements occur, it is usually during the early stages of the disorder. In general, however, symptoms become more severe over time.

People who have both RLS and an associated condition tend to develop more severe symptoms rapidly. In contrast, those whose RLS is not related to any other medical condition and whose onset is at an early age show a very slow progression of the disorder and many years may pass before symptoms occur regularly.

What causes restless legs syndrome?

In most cases, the cause of RLS is unknown (referred to as idiopathic). A family history of the condition is seen in approximately 50 percent of such cases, suggesting a genetic form of the disorder. People with familial RLS tend to be younger when symptoms start and have a slower progression of the condition.

In other cases, RLS appears to be related to the following factors or conditions, although researchers do not yet know if these factors actually cause RLS.

  • People with low iron levels or anemia may be prone to developing RLS. Once iron levels or anemia is corrected, patients may see a reduction in symptoms.
  • Chronic diseases such as kidney failure, diabetes, Parkinson’s disease, and peripheral neuropathy are associated with RLS. Treating the underlying condition often provides relief from RLS symptoms.
  • Some pregnant women experience RLS, especially in their last trimester. For most of these women, symptoms usually disappear within 4 weeks after delivery.
  • Certain medications-such as antinausea drugs (prochlorperazine or metoclopramide), antiseizure drugs (phenytoin or droperidol), antipsychotic drugs (haloperidol or phenothiazine derivatives), and some cold and allergy medications-may aggravate symptoms. Patients can talk with their physicians about the possibility of changing medications.

Researchers also have found that caffeine, alcohol, and tobacco may aggravate or trigger symptoms in patients who are predisposed to develop RLS. Some studies have shown that a reduction or complete elimination of such substances may relieve symptoms, although it remains unclear whether elimination of such substances can prevent RLS symptoms from occurring at all.

How is restless legs syndrome diagnosed?

Currently, there is no single diagnostic test for RLS. The disorder is diagnosed clinically by evaluating the patient’s history and symptoms. Despite a clear description of clinical features, the condition is often misdiagnosed or underdiagnosed. In 1995, the International Restless Legs Syndrome Study Group identified four basic criteria for diagnosing RLS: (1) a desire to move the limbs, often associated with paresthesias or dysesthesias, (2) symptoms that are worse or present only during rest and are partially or temporarily relieved by activity, (3) motor restlessness, and (4) nocturnal worsening of symptoms. Although about 80 percent of those with RLS also experience PLMD, it is not necessary for a diagnosis of RLS. In more severe cases, patients may experience dyskinesia (uncontrolled, often continuous movements) while awake, and some experience symptoms in one or both of their arms as well as their legs. Most people with RLS have sleep disturbances, largely because of the limb discomfort and jerking. The result is excessive daytime sleepiness and fatigue.

Despite these efforts to establish standard criteria, the clinical diagnosis of RLS is difficult to make. Physicians must rely largely on patients’ descriptions of symptoms and information from their medical history, including past medical problems, family history, and current medications. Patients may be asked about frequency, duration, and intensity of symptoms as well as their tendency toward daytime sleep patterns and sleepiness, disturbance of sleep, or daytime function. If a patient’s history is suggestive of RLS, laboratory tests may be performed to rule out other conditions and support the diagnosis of RLS. Blood tests to exclude anemia, decreased iron stores, diabetes, and renal dysfunction should be performed. Electromyography and nerve conduction studies may also be recommended to measure electrical activity in muscles and nerves, and Doppler sonography may be used to evaluate muscle activity in the legs. Such tests can document any accompanying damage or disease in nerves and nerve roots (such as peripheral neuropathy and radiculopathy) or other leg-related movement disorders. Negative results from tests may indicate that the diagnosis is RLS. In some cases, sleep studies such as polysomnography (a test that records the patient’s brain waves, heartbeat, and breathing during an entire night) are undertaken to identify the presence of PLMD.

The diagnosis is especially difficult with children because the physician relies heavily on the patient’s explanations of symptoms, which, given the nature of the symptoms of RLS, can be difficult for a child to describe. The syndrome can sometimes be misdiagnosed as «growing pains» or attention deficit disorder.

How is restless legs syndrome treated?

Although movement brings relief to those with RLS, it is generally only temporary. However, RLS can be controlled by finding any possible underlying disorder. Often, treating the associated medical condition, such as peripheral neuropathy or diabetes, will alleviate many symptoms. For patients with idiopathic RLS, treatment is directed toward relieving symptoms.

For those with mild to moderate symptoms, prevention is key, and many physicians suggest certain lifestyle changes and activities to reduce or eliminate symptoms. Decreased use of caffeine, alcohol, and tobacco may provide some relief. Physicians may suggest that certain individuals take supplements to correct deficiencies in iron, folate, and magnesium. Studies also have shown that maintaining a regular sleep pattern can reduce symptoms. Some individuals, finding that RLS symptoms are minimized in the early morning, change their sleep patterns. Others have found that a program of regular moderate exercise helps them sleep better; on the other hand, excessive exercise has been reported by some patients to aggravate RLS symptoms. Taking a hot bath, massaging the legs, or using a heating pad or ice pack can help relieve symptoms in some patients. Although many patients find some relief with such measures, rarely do these efforts completely eliminate symptoms

Physicians also may suggest a variety of medications to treat RLS. Generally, physicians choose from dopaminergics, benzodiazepines (central nervous system depressants), opioids, and anticonvulsants. Dopaminergic agents, largely used to treat Parkinson’s disease, have been shown to reduce RLS symptoms and PLMD and are considered the initial treatment of choice. Good short-term results of treatment with levodopa plus carbidopa have been reported, although most patients eventually will develop augmentation, meaning that symptoms are reduced at night but begin to develop earlier in the day than usual. Dopamine agonists such as pergolide mesylate, pramipexole, and ropinirole hydrochloride may be effective in some patients and are less likely to cause augmentation.

In 2005, ropinirole became the only drug approved by the U.S. Food and Drug Administration specifically for the treatment of moderate to severe RLS. The drug was first approved in 1997 for patients with Parkinson’s disease.

Benzodiazepines (such as clonazepam and diazepam) may be prescribed for patients who have mild or intermittent symptoms. These drugs help patients obtain a more restful sleep but they do not fully alleviate RLS symptoms and can cause daytime sleepiness. Because these depressants also may induce or aggravate sleep apnea in some cases, they should not be used in people with this condition.

For more severe symptoms, opioids such as codeine, propoxyphene, or oxycodone may be prescribed for their ability to induce relaxation and diminish pain. Side effects include dizziness, nausea, vomiting, and the risk of addiction.

Anticonvulsants such as carbamazepine and gabapentin are also useful for some patients, as they decrease the sensory disturbances (creeping and crawling sensations). Dizziness, fatigue, and sleepiness are among the possible side effects.

Unfortunately, no one drug is effective for everyone with RLS. What may be helpful to one individual may actually worsen symptoms for another. In addition, medications taken regularly may lose their effect, making it necessary to change medications periodically.

What is the prognosis of people with restless legs?

RLS is generally a lifelong condition for which there is no cure. Symptoms may gradually worsen with age, though more slowly for those with the idiopathic form of RLS than for patients who also suffer from an associated medical condition. Nevertheless, current therapies can control the disorder, minimizing symptoms and increasing periods of restful sleep. In addition, some patients have remissions, periods in which symptoms decrease or disappear for days, weeks, or months, although symptoms usually eventually reappear. A diagnosis of RLS does not indicate the onset of another neurological disease.

What research is being done?

Within the Federal Government, the National Institute of Neurological Disorders and Stroke (NINDS), one of the National Institutes of Health, has primary responsibility for conducting and supporting research on RLS. The goal of this research is to increase scientific understanding of RLS, find improved methods of diagnosing and treating the syndrome, and discover ways to prevent it.

NINDS-supported researchers are investigating the possible role of dopamine function in RLS. Dopamine is a chemical messenger responsible for transmitting signals between one area of the brain, the substantia nigra, and the next relay station of the brain, the corpus striatum, to produce smooth, purposeful muscle activity. Researchers suspect that impaired transmission of dopamine signals may play a role in RLS. Additional research should provide new information about how RLS occurs and may help investigators identify more successful treatment options.

The NINDS sponsored a workshop on dopamine in 1999 to help plan a course for future research on disorders such as RLS and recommend ways to advance and encourage research in this field. Participants’ recommendations for further research included the development of an animal model of RLS; additional genetic, epidemiologic, and pathophysiologic investigations of RLS; efforts to define genetic and non-genetic forms of RLS; establishment of a brain tissue bank to aid investigators; continuing investigations on dopamine and RLS; and studies of PLMD as it relates to RLS.

Research on pallidotomy, a surgical procedure in which a portion of the brain called the globus pallidus is lesioned, may contribute to a greater understanding of the pathophysiology of RLS and may lead to a possible treatment. A recent study by NINDS-funded researchers showed that a patient with RLS and Parkinson’s disease benefited from a pallidotomy and obtained relief from the limb discomfort caused by RLS. Additional research must be conducted to duplicate these results in other patients and to learn whether pallidotomy would be effective in RLS patients who do not also have Parkinson’s disease.

In other related research, NINDS scientists are conducting studies with patients to better understand the physiological mechanisms of PLMD associated with RLS

Where can I get more information?

For more information on neurological disorders or research programs funded by the National Institute of Neurological Disorders and Stroke, contact the Institute’s Brain Resources and Information Network (BRAIN) at:

BRAIN
P.O. Box 5801
Bethesda, MD 20824
(800) 352-9424
http://www.ninds.nih.gov

Information also is available from the following organizations:

Restless Legs Syndrome Foundation
1610 14th St NW Rochester, MN 55901-0229
Suite 300
Rochester, MN   55902-2985
rlsfoundation@rls.org
http://www.rls.org
Tel: 507-287-6465
Fax: 507-287-6312
National Sleep Foundation
1522 K Street NW
Suite 500
Washington, DC   20005
nsf@sleepfoundation.org
http://www.sleepfoundation.org
Tel: 202-347-3471
Fax: 202-347-3472
3or-sm-a

Γιάννης Σταύρου, Αρόδο, λάδι σε χαρτί

Δημοσίευμα από την εξαιρετικα ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλίδη, καθηγητή γενετικής του Α.Π.Θ  στο Greek American News Agency:

Παρόλα τα βήματα προόδου που έχουνε γίνει σε επιστημονικό επίπεδο και τις ιατρικές έρευνες ο καρκίνος δεν έχει καταπολεμηθεί μέχρι στιγμής. Το μέλλον διαφαίνεται ελπιδοφόρο και όλοι προσδοκούμε ότι τελικά η Γενετική θα δώσει τη λύση στη ριζική αντιμετώπιση του καρκίνου ανατρέποντας τα αποτελέσματα των γονιδιακών μεταλλάξεων.

Η γενετική και Μοριακή Βιολογία με νέες τεχνικές και μεθόδους καθώς και άλλες ιατρικές μέθοδοι πιστεύεται ότι θα καταφέρουν τελικά να θεραπεύσουν την ασθένεια αυτή ώστε να βιώσει ολόκληρη η ανθρωπότητα αυτή τη χαρά. Ο καρκίνος είναι μια σοβαρή πρόκληση που την αποδέχονται όλοι, οι ερευνητές και ο ιατρικός κόσμος που χρησιμοποιούν την ανθρώπινη ευφυΐα για να δοθεί η ορθή λύση που δυνητικά είναι εφικτή.

Τι είναι ο καρκίνος;

Ο Ιπποκράτης ήταν αυτός που έδωσε στην πάθηση του καρκίνου το όνομα της. Παρουσίασε τον όγκο με την εικόνα του κάβουρα(καρκίνου). Σύμφωνα με την επιστημονική εξήγηση καρκίνος είναι το αποτέλεσμα κατάλυσης του γενετικού ελέγχου της συμπεριφοράς των κυττάρων και του κυτταρικού πολλαπλασιασμού. Η βασική ανωμαλία που οδηγεί στη δημιουργία όλων των καρκίνων είναι η γενετική. Γι’ αυτό το λόγο είναι πολύ σημαντική και ουσιαστική η συμβολή της Γενετικής στη θεραπευτική πρακτική. Στην Ελλάδα κάθε χρόνο 4.500 γυναίκες έχουν μόνο καρκίνο του μαστού παρόλα αυτά- η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία- έχουν μικρότερα ποσοστά καρκίνο του μαστού απ’ ότι έχουνε οι βόρειες χώρες. Αυτό αυτομάτως σημαίνει ότι για να εμφανισθεί η νόσος του καρκίνου είναι θέμα και διατροφής. Ένα ουσιαστικό συμπέρασμα που προκύπτει έπειτα από έρευνες είναι ότι τροποποιώντας τον τρόπο ζωής μας μπορούμε να μειώσουμε τη συχνότητα καρκινογένεσης.

Τρόποι αντιμετώπισης του καρκίνου: Νέες μέθοδοι και τεχνικές αφορούν την έγκαιρη διάγνωση με γενετικά test σε τέσσερις συχνότερες μορφές καρκίνου του μαστού, του παχέος εντέρου, της ουροδόχου κύστης και της ωοθήκης. Και στη συνέχεια με κατάλληλη θεραπευτική αγωγή και διατροφή βελτιώνεται η κατάσταση του ασθενή. Η γενετική ήδη έχει αναπτύξει σήμερα καινούρια φάρμακα, η βιοτεχνολογία όπως είναι το κλίνετ το οποίο κάνει θαύματα στην περίπτωση της λευχαιμίας και ένα δεύτερο η θεραπεία γονιδίου, δηλαδή εφόσον ξέρουμε ποιο γονίδιο είναι ελλατωματικό να χρησιμοποιήσουμε κάποιο φυσιολογικό και να πάρουμε θετικά αποτελέσματα. Ήδη στις Η.Π.Α έχουν θετικά αποτελέσματα θεραπείας γονιδίων στην περίπτωση του μελανώματος. Υπάρχουν πάνω από 500 τρόποι θεραπείας γονιδίων για την καρκινογένεση. Σύμφωνα με τους επιστήμονες η πρόληψη δεν αποτελεί ουτοπία. Στην περίπτωση του καρκίνου έχουν κερδιθεί πολλές μάχες αλλά όχι ο πόλεμος.

Μπορεί να προβλεφθεί ακόμη και σε μικρή ηλικία αν ένα άτομο έχει προδιάθεση για καρκίνο με διάφορα τεστ γενετικής!

«Υπάρχει στην Αθήνα εταιρεία που ανιχνεύει περιστατικά καρκίνου της ουροδόχου κύστης έξι μήνες νωρίτερα από τις υπάρχουσες κλασικές μεθοδολογίες, για τον καρκίνο του μαστού μπορεί να γίνει διάγνωση αυτών των γονιδίων σε ηλικία ενός έτους και να σας πει αν έχετε την προδιάθεση σε ηλικία 35 ετών να αποκτήσετε καρκίνο ή όχι. Ο κόσμος δε το γνωρίζει αυτό, ότι αυτή η εταιρεία μπορεί και δουλεύει και στην Ελλάδα. Άλλο το ερώτημα αν πρέπει να γίνει αυτή η ανάλυση, δεοντολογικά, ηθικά, νομικά Οι αναλύσεις αυτές όμως δεν καλύπτονται από το Ε.Σ.Υ, είναι πανάκριβες». Με την αποκάλυψη αυτή στο Greek American News Agency, ο καθηγητής της γενετικής του Α.Π.Θ, Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης κάνει λόγο για εργαστήρια στην Ελλάδα που έχουν αναπτύξει τεχνολογία χάρη στη χρηματοδότηση που πήραν απ’ το κράτος αλλά έβαλαν και αυτοί το 50% των δαπανών και πραγματοποιούν γενετικά τεστ που μπορούν να κάνουν έγκαιρη και αξιόπιστη διάγνωση σε αρκετές μορφές καρκίνου. Παράλληλα θέτει ηθικά διλλήματα κατά πόσο οι γενετικές αυτές αναλύσεις έχουν δεοντολογική, ηθική και νομική υπόσταση.

Ποιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες επιβαρύνουν στην αύξηση της καρκινογένεσης;

«Σε ότι αφορά παράγοντες περιβάλλοντος που συντελούν στην αύξηση της καρκινογένεσης γενικότερα μπορεί να αναφερθεί το κάπνισμα που έχει φτάσει αυτή τη στιγμή ο καρκίνος του μαστού και των πνευμόνων στις γυναίκες στην Ελλάδα να κυμαίνεται στα ίδια ποσοστά με των αντρών, η κακή διατροφή που έχουν οι Αμερικανοί και βόρειοι Ευρωπαίοι- σε αντίθεση με την μεσογειακή διατροφή που συντελεί στη μείωση της καρκινογένεσης, η παχυσαρκία- η άσκηση συντελεί στη βελτίωση, καθώς και παράγοντες του περιβάλλοντος όπως είναι ρύπανση του περιβάλλοντος που μπορεί να οδηγήσει σε καρκινογενέσεις. Αναφέρομαι στο κλασικό παράδειγμα από την καύση των Ταγαράδων δημιουργούνται οι βιοξίνες που είναι από τα ισχυρότερα καρκινογόνα και ένα άλλο που έμαθα, ότι ο ΕΦΕΤ δέσμευσε 18 τόνους ξηρών καρπών που προέρχονται από την Κίνα και τις ΗΠΑ, γιατί έχουν υψηλά ποσοστά αφλατοξινών. Πρόκειται για ένα από τα ισχυρότερα καρκινογόνα. Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης 18 τόνοι ξηρών καρπών υπήρχανε φέτος που είχανε αυτή την χημική ουσία. Επίσης πολλές χρωστικές ουσίες που βάφουμε τα αυγά, το κρασί κ.α είναι καρκινογόνες καθώς και η έκθεση της  ακτινοβολίας».

Υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στη γενετική και την οικογενειακή προδιάθεση;

«Είναι το ίδιο πράγμα η γενετική και οικογενειακή προδιάθεση. Όταν λέμε οικογενειακή προδιάθεση σημαίνει ότι λόγω του DNA που υπάρχει στην οικογένεια υπάρχει μια συγκεκριμένη προδιάθεση. Ας υποθέσουμε-για τον καρκίνο του μαστού- έχει διαπιστωθεί στην κλασική περίπτωση και στον κληρονομικό καρκίνο ότι υπάρχουν δυο γονίδια. Κατά συνέπεια αν κληρονομήσει το παιδί από τη μητέρα αυτά τα γονίδια θα έχει και αυτό την προδιάθεση να αποκτήσει στην ηλικία των 35 ετών καρκινογένεση. Σε ότι αφορά του κληρονομικούς καρκίνους-ενώ παρουσιάζονται σε μικρό ποσοστό- το άτομο που θα κληρονομήσει αυτές τις γενετικές παραλλαγές, το συγκεκριμένο είδος DNA, σε ποσοστό 95% θα αποκτήσει τον ίδιο τον καρκίνο. Ενώ, στην περίπτωση όπου κληρονομείται η προδιάθεση-υπάρχουν δύο σειρές γονιδίων-μία από τη μητέρα και μια από τον πατέρα, συνήθως κληρονομείται από τον ένα από τους δύο η προδιάθεση αλλά προκειμένου να εξελιχθεί ο καρκίνος θα πρέπει να τροποποιηθεί και το άλλο το DNA και για να γίνει αυτό θα πρέπει να υπάρχει και κάποιος παράγοντας περιβάλλοντος που θα τροποποιήσει το DNA».

Τι συμβαίνει και ένα κύτταρο μετατρέπεται από φυσιολογικό σε καρκινικό; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των κυττάρων;

«Εκείνο που διαπιστώνεται στα καρκινικά κύτταρα στις περισσότερες περιπτώσεις αντί να υπάρχει η κανονική σειρά των χρωμοσωμάτων μας δηλαδή τα 46 χρωμοσώματα, υπάρχουν λιγότερα χρωμοσώματα, περισσότερα, ή υπάρχουνε χρωμοσώματα που δεν έχουν όλο το DNA έχουν ελλείμματα, ή προσθήκες, υπάρχουνε μεγάλες αλλαγές στο DNA μας που μπορούμε να τις δούμε με μικροσκόπιο ή σε μερικές περιπτώσεις μικρές αλλαγές στο επίπεδο του γονιδίου που μπορούμε να τις δούμε μόνο με μοριακές τεχνικές».

Τι είναι οι DNA δείκτες;

«Σήμερα γνωρίζουμε αρκετά γονίδια που είναι υπεύθυνα για την εκδήλωση συγκεκριμένων μορφών καρκίνου. Το ίδιο όπως στον καρκίνο του μαστού, ισχύει και για τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Υπάρχει ένα γονίδιο που λέγεται APC και προδιαθέτει στην καρκινογένεση. Στον καρκίνο του παγκρέατος υπάρχει μελάνωμα που είναι κληρονομικό αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και μελάνωμα που οφείλετε αποκλειστικά το καλοκαίρι από την υπεριώδη ακτινοβολία. Το μελάνωμα πρόκειται για τους πιο επιθετικούς καρκίνους».

Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης διαφόρων μορφών της νόσου του καρκίνου αυξάνονται στον οργανισμό του ανθρώπου ορισμένα ένζυμα που προσδιορίζονται εύκολα στον ορό του ασθενούς. Μπορεί να αποτελέσει η παραπάνω μέθοδος πανάκια για την εντόπιση εμφάνισης καρκίνου στον οργανισμό ή είναι πρακτικά αδύνατο λόγω των πολλών μορφών του καρκίνου που υπάρχουν;

«Σε αρκετές περιπτώσεις η τεχνική αυτή έχει ξεπεραστεί και χρησιμοποιούνται πλέον ιστοχημικές μεθοδολογίες ή μεθοδολογίες έκφρασης του γονιδίου όπου μπορούμε να μελετήσουμε περισσότερα γονίδια και να δούμε την εξέλιξη του καρκίνου. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να πούμε ότι αν εκδηλωθεί μια μορφή καρκίνου μαστού, θα ήθελε να ξέρει ο γιατρός της αν εκδηλώσει μετά από πέντε ή δέκα χρόνια πάλι καρκίνο. Σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει ένα τεστ DNA το οποίο μελετάει όχι τα ένζυμα αλλά τα προϊόντα των γονιδίων-πρωτεΐνες και ένζυμα μαζί και μπορεί να πει με μια αξιοπιστία της τάξης του 95% αν ο συγκεκριμένος καρκίνος θα κάνει μετάσταση ή όχι και ανάλογα ο γιατρός θα μπορεί να δώσει χημειοθεραπεία ή όχι. Διότι αν δεν κάνει μετάσταση ο καρκίνος αυτός δε χρειάζεται χημειοθεραπεία. Μελετώντας πλέον την έκφραση των γονιδίων όχι να περιοριστεί μόνο σε ένζυμα, αλλά σε πρωτεΐνες και ένζυμα να διαπιστώσει και την εξέλιξη της νόσου».

κ. Τριανταφυλλίδη είναι νωρίς για τη γενετική και μοριακή βιολογία να ξεκινήσουν γενετικά test που θα αφορούν την πρόληψη του καρκίνου; Ποια η συμβολή της γενετικής στη θεραπευτική πρακτική;

«Συγκεκριμένη εταιρεία στην Αθήνα κάνει γενετική ανάλυση για πρώιμη διάγνωση και ανίχνευση επανεμφάνισης του καρκίνου της ουροδόχου κύστης. Ο κόσμος δε το γνωρίζει αυτό, ότι αυτή η εταιρεία μπορεί και δουλεύει και στην Ελλάδα. Σ’ αυτή την περίπτωση στέλνει ο ασθενής δείγμα από ούρα, μελετάνε τα χρωμοσώματα και μπορούν να πούνε αν έχει καρκίνο ουροδόχου κύστης ή όχι. Στην περίπτωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης-είναι η τέταρτη σε συχνότητα-η δυνατότητα επανεμφάνισής του αγγίζει το 70% που είναι πολύ υψηλό. Αν θα γίνει πρώιμη διάγνωση σίγουρα υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να επιβιώσει ο ασθενής. Το τεστ αυτό μπορεί να ανιχνεύσει περιστατικά καρκίνου έξι μήνες νωρίτερα από τις υπάρχουσες κλασικές μεθοδολογίες. Ενώ,  ούτε ο ίδιος ο ασθενής δε γνωρίζει ότι έχει καρκίνο τα τεστ DNA και η μελέτη των χρωμοσωμάτων μπορούν να το αποκαλύψουν. Για τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης έξι μήνες νωρίτερα, για τον καρκίνο του μαστού μπορεί να γίνει διάγνωση αυτών των γονιδίων σε ηλικία ενός έτους και να σας πει αν έχετε την προδιάθεση σε ηλικία 35 ετών να αποκτήσετε καρκίνο ή όχι.